«Ταϊ’σαρ Μανέθερεν», είπε μαλακά ο άντρας.
Η Νυνάβε έμεινε με το στόμα ανοικτό κι έπειτα ένα τρεμάμενο χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό της. Έξαφνα, δάκρυα έλαμψαν στα μάτια της, καθώς στράφηκε να τον αντικρίσει γεμάτη χαρά. Αυτός της ανταπέδωσε το χαμόγελο, και τώρα πια δεν υπήρχε η παραμικρή ψυχρότητα στο βλέμμα του.
Η Ηλαίην πάσχισε να μη μείνει με το στόμα ορθάνοιχτο. Μα το Φως! Ίσως, τελικά, αυτός ο άντρας να μην ήταν παγοκολόνα στο γαμήλιο κρεβάτι. Η σκέψη και μόνο έκανε τα μάγουλά της να ζεσταθούν. Προσπαθώντας να μην τους κοιτάει, η ματιά της έπεσε πάνω στη Μάρλι, η οποία εξακολουθούσε να είναι δεμένη στην καρέκλα. Η Σωντσάν κοιτούσε ευθεία μπροστά, ενώ δάκρυα κυλούσαν στα πλαδαρά της μάγουλα. Ευθεία μπροστά. Στις υφάνσεις που απέτρεπαν τον ήχο να φτάσει στ’ αυτιά της. Δεν μπορούσε πια να αρνηθεί ότι τις έβλεπε. Όταν όμως το ομολόγησε, η Ρεάνε κούνησε το κεφάλι της.
«Όλες κλαίνε όταν τις αναγκάσεις να κοιτάξουν τις υφάνσεις για πολλή ώρα, Ηλαίην», είπε κουρασμένα και με μια χροιά λύπης. «Μόλις όμως οι υφάνσεις χαθούν, πείθουν τον εαυτό τους πως τις ξεγελάσαμε. Έτσι πρέπει να κάνουν, όπως καταλαβαίνεις. Αλλιώς, δεν θα ήταν σουλ’ντάμ αλλά νταμέην. Μπα, θα πάρει πολύ καιρό μέχρι να πείσεις την Κυρά των Λαγωνικών ότι είναι κι η ίδια ένα λαγωνικό. Τελικά, φοβάμαι πως τα μαντάτα μου δεν ήταν και τόσο καλά, ε;»
«Όχι και πολύ», της αποκρίθηκε η Ηλαίην. Δηλαδή, καθόλου. Δεν ήταν παρά ένα επιπρόσθετο πρόβλημα ανάμεσα σε όλα τα άλλα. Πόσα άσχημα νέα μπορούσαν να στοιβαχτούν μέχρι να θαφτείς κάτω από τον σωρό τους; Έπρεπε επειγόντως να ακούσει κάτι καλό, και σύντομα.
9
Ένα Φλιτζάνι Τσάι
Μόλις βρέθηκε στο δωμάτιο ιματισμού της, η Ηλαίην άλλαξε βιαστικά την ενδυμασία ιππασίας με τη βοήθεια της Εσάντε, της ασπρομάλλας συνταξιούχου που είχε διαλέξει για υπηρέτρια. Η λεπτή, σεβάσμια γυναίκα ήταν κάπως αργοκίνητη, αλλά ήξερε καλά τη δουλειά της και δεν έχανε ώρα με ψιλοκουβέντα. Η αλήθεια ήταν πως σπανίως μιλούσε για κάτι άλλο πέρα από ενδυματολογικές προτάσεις, ενώ κάθε μέρα σχολίαζε πως η Ηλαίην έμοιαζε πολύ με τη μητέρα της. Οι φλόγες χόρευαν πάνω στα χοντρά κούτσουρα στη φαρδιά μαρμαρένια εστία, που βρισκόταν στην άλλη άκρη του δωματίου, αλλά η φωτιά δεν απάλυνε και τόσο την παγωνιά που είχε απλωθεί στην ατμόσφαιρα. Φόρεσε γρήγορα ένα όμορφο μπλε μάλλινο, με σχέδια καμωμένα από μαργαριταράκια πάνω στον ψηλό γιακά και σε όλο το μήκος των μανικιών, πέρασε την αργυροποίκιλτη ζώνη της και το μικρό εγχειρίδιο με την ασημένια θήκη, καθώς επίσης και τα ασημοκέντητα, γαλάζια, βελουδένια γοβάκια της. Μπορεί να μην είχε χρόνο να αλλάξει ξανά μέχρι να δει τους εμπόρους, οι οποίοι έπρεπε να μείνουν εντυπωσιασμένοι από την εμφάνισή της. Χρειαζόταν να βεβαιωθεί πως η Μπιργκίτε θα ήταν παρούσα, εξαιρετικά εντυπωσιακή καθώς ήταν με τη στολή της. Άσε που η Μπιργκίτε θα θεωρούσε τη συζήτηση με τους εμπόρους ως ένα είδος διαλείμματος. Αν έκρινε από τον γεμάτο οργή και θυμό κόμπο που βρισκόταν στο πίσω μέρος του μυαλού της, οι αναφορές αυτές έπεφταν αρκετά βαριές στη Στρατηγό της Βασιλικής Φρουράς.
Στερεώνοντας τσαμπιά από μαργαριτάρια στα αυτιά της, απέπεμψε την Εσάντε, επιτρέποντάς της να πάει στη δική της φωτιά, στα διαμερίσματα των συνταξιούχων. Η γυναίκα είχε αρνηθεί τη Θεραπεία που της προσφέρθηκε, αλλά η Ηλαίην υποπτευόταν πως οι αρθρώσεις της πονούσαν. Ούτως ή άλλως, ήταν πια έτοιμη. Δεν θα φορούσε την τιάρα της Κόρης-Διαδόχου. Θα την άφηνε πάνω στη μικρή φιλντισένια κοομηματοθήκη, στο τραπέζι καλλωπισμού της. Δεν είχε και πολλά κοσμήματα· τα περισσότερα είχαν δοθεί ως ενέχυρα και το ίδιο θα ίσχυε και για τα υπόλοιπα όταν θα έφευγε το πινάκιο. Δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί τώρα γι’ αυτό. Λίγες στιγμές ακόμα με τον εαυτό της, και θα επανερχόταν στα καθήκοντά της.
Το καθιστικό με τα σκοτεινά φατνώματα και τις φαρδιές κορνίζες με τα σκαλιστά πουλιά, περιλάμβανε δύο ψηλά τζάκια με περίτεχνα πρέκια, ένα σε κάθε μεριά, που έκαναν καλύτερη δουλειά ως προς τη ζεστασιά του χώρου από εκείνα που είχε στο δωμάτιο ιματισμού, αν και τα απλωμένα στις λευκές πλάκες κιλίμια ήταν απαραίτητα κι εδώ. Προς μεγάλη της έκπληξη, στο δωμάτιο βρισκόταν κι ο Χάλγουιν Νόρυ. Φαίνεται πως το καθήκον την καλούσε για τα καλά.
Ο Αρχιγραμματέας τινάχτηκε όρθιος από το κάθισμα με τη χαμηλή ράχη καθώς έμπαινε η Ηλαίην, κρατώντας σφιχτά πάνω στο στενό του στήθος έναν δερμάτινο φάκελο, και προχώρησε ταλαντευόμενος γύρω από το γεμάτο με περγαμηνές τραπέζι, στο κέντρο του δωματίου, για να κάνει μια αδέξια γονυκλισία. Ο Νόρυ ήταν ψηλός και λιπόσαρκος, με μεγάλη μύτη κι αραιές τούφες μαλλιών, που ξεπετάγονταν πίσω από τα αυτιά του σαν πούπουλα. Συχνά, της θύμιζε ερωδιό. Οι υφιστάμενοι του γραμματείς ήταν εκείνοι που διεκπεραίωναν όλη τη γραφική εργασία, ωστόσο μια μικρή κηλίδα από μελάνι λέρωνε την άκρη του πορφυρού χιτώνα του. Η κηλίδα έμοιαζε παλιά κι η Ηλαίην αναρωτήθηκε μήπως ο φάκελος έκρυβε κι άλλες. Ο άντρας τον κρατούσε πάνω στο στήθος του και τότε που ήταν ντυμένος επίσημα, δύο μέρες αφότου είχαν συναντήσει την Κυρά Χάρφορ. Το έκανε, άραγε, σε ένδειξη αφοσίωσης ή επειδή το συνήθιζε κι η Αρχιυπηρέτρια;