«Έξυπνη απάντηση, Αρχόντισσά μου», είπε ο Νόρυ, με τους ώμους μαζεμένους σε μια απομίμηση υπόκλισης. «Σπεύδω να το κάνω. Με συγχωρείτε που ρωτάω, Αρχόντισσά μου, αλλά μήπως βρήκατε χρόνο να υπογράψετε τους απολογισμούς; Εντάξει, δεν πειράζει. Θα στείλω κάποιον να τους πάρει αργότερα». Έκανε την κατάλληλη, αν κι όχι λιγότερο αδέξια από πριν, υπόκλιση κι ετοιμάστηκε να φύγει, αλλά σταμάτησε ξανά. «Με συγχωρείτε που παίρνω τόσο θάρρος, Αρχόντισσά μου, αλλά μου θυμίζετε πολύ την τέως Βασίλισσα και μητέρα σας».
Παρακολουθώντας την πόρτα να κλείνει πίσω του, η Ηλαίην αναρωτήθηκε κατά πόσον θα μπορούσε να τον υπολογίζει ως σύμμαχό της. Η διοίκηση του Κάεμλυν δίχως υπαλλήλους, πόσω μάλλον του Άντορ, ήταν αδύναμη, κι ο Αρχιγραμματέας είχε τη δύναμη να γονατίσει μια βασίλισσα, αν παρέμενε ανεξέλεγκτος. Η φιλοφρόνηση δεν ήταν το ίδιο πράγμα με μια διακήρυξη αφοσίωσης.
Δεν είχε πολλή ώρα στη διάθεσή της να συλλογιστεί ενδελεχώς το ζήτημα, γιατί, λίγες στιγμές έπειτα από την αποχώρηση του Νόρυ, μπήκαν στο δωμάτιο τρεις υπηρέτριες με λιβρέες, κουβαλώντας δίσκους με ασημένια σκεπάσματα, τους οποίους τοποθέτησαν σε σειρά πάνω στο επίμηκες τραπέζι που ακουμπούσε στον ένα τοίχο.
«Η Αρχιυπηρέτρια είπε πως η Αρχόντισσα ξέχασε να δώσει εντολή για το μεσημεριανό γεύμα», είπε μια παχουλή γκριζομάλλα, κάνοντας υπόκλιση και ταυτόχρονα ένα νόημα στη νεότερη συνάδελφό της να αφαιρέσει τα ψηλά σκεπάσματα. «Έτσι, έστειλε στην Αρχόντισσα μια ποικιλία».
Μια ποικιλία. Κουνώντας το κεφάλι της στη θέα των δίσκων, η Ηλαίην θυμήθηκε πόση ώρα είχε περάσει από το πρωινό που έφαγε με την ανατολή του ήλιου. Υπήρχαν φέτες σπάλας χοιρινού με σάλτσα από σινάπι και κόκορας ψημένος με ξερά σύκα, γλυκάδια από αρνί με ανανά, κρεμώδη πράσα με πατατόσουπα, ρολά από λάχανο με σταφίδες και πιπέρι καθώς και κολοκυθόπιτα, για να μην αναφέρουμε μια μικρή γαβάθα με τάρτες μήλου κι άλλη μία με γλυκίσματα περιχυμένα με τραγανιστή κρέμα. Ομιχλώδεις ατμοί αναδύονταν από δύο κοντόχοντρες ασημένιες κανάτες με κρασί, σε περίπτωση που προτιμούσε ένα από τα δύο μυρωδικά. Μια τρίτη κανάτα περιείχε ζεστό τσάι. Στριμωγμένο δε περιφρονητικά στη γωνία ενός δίσκου ήταν το γεύμα που πάντα παρήγγελλε το μεσημέρι, σκέτος ζωμός με ψωμί. Η Ρενέ Χάρφορ το αποδοκίμαζε· ισχυριζόταν πως η Ηλαίην ήταν «λεπτή σαν στέκα».
Η Αρχιυπηρέτρια είχε ήδη γνωστοποιήσει παντού τις απόψεις της. Η γκριζομάλλα υφισταμένη της, με μια επιτιμητική έκφραση χαραγμένη στο πρόσωπό της, άφησε το ψωμί, τον ζωμό και το τσάι στο τραπέζι που βρισκόταν στο μέσον του δωματίου, μαζί με μία λινή πετσέτα, ένα μικρό δισκάκι κι ένα λεπτό φλιτζάνι από μπλε πορσελάνη κι ένα ασημένιο δοχείο με μέλι. Πάνω στο πιατάκι έβαλε μερικά σύκα. Ένα γεμάτο στομάχι το μεσημέρι ήταν ό,τι πρέπει για ένα νωθρό κεφάλι το απόγευμα, συνήθιζε να λέει η Λίνι. Κανείς όμως δεν μοιραζόταν τις δικές της απόψεις. Οι υπηρέτριες ήταν αλαφροπάτητες, όλες κι ακόμα και το νεαρότερο ζευγάρι έμοιαζε απογοητευμένο καθώς αποχωρούσε με τα κατάλοιπα του φαγητού.
Ο ζωμός ήταν πολύ καλός, ζεστός κι ελαφρώς αρωματικός, ενώ το τσάι ανέδιδε ένα ευχάριστο άρωμα μέντας, αλλά η Ηλαίην δεν κατάφερε να μείνει για πολύ μόνη της με το γεύμα και τις σκέψεις της, που ίσως να την απορροφούσαν κάπως από τα γλυκίσματα. Πριν καλά-καλά καταπιεί δυο μπουκιές, η Ντυέλιν μπήκε σαν σίφουνας στο δωμάτιο φορώντας ένα πράσινο φόρεμα ιππασίας και βαριανασαίνοντας. Αφήνοντας κάτω το κουτάλι της, η Ηλαίην τής πρόσφερε τσάι, αλλά την επόμενη στιγμή συνειδητοποίησε πως το μόνο φλιτζάνι που υπήρχε ήταν αυτό που χρησιμοποιούσε η ίδια. Η Ντυέλιν αρνήθηκε την προσφορά της με πρόσωπο φρικτά βλοσυρό.
«Στο Δάσος Μπρημ έχει μαζευτεί στρατός», ανακοίνωσε. «Από τον Πόλεμο των Αελιτών έχουμε να δούμε τέτοιον όγκο. Τα μαντάτα τα έφερε σήμερα το πρωί ένας έμπορος που ερχόταν από το Νέο Μπρημ, ο Τόρμον, ένας σοβαρός κι έμπιστος Ιλιανός, διόλου ευφάνταστος ή ονειροπαρμένος. Είπε πως πρόσεξε Αραφελινούς, Καντορινούς και Σιενάριους σε διαφορετικά μέρη. Χιλιάδες από δαύτους, δεκάδες χιλιάδες». Κατέρρευσε σε μια καρέκλα κι έκανε αέρα με την παλάμη της. Το πρόσωπό της ήταν κάπως αναψοκοκκινισμένο, λες κι ήταν αυτή που έτρεχε να αναγγείλει τα μαντάτα. «Τι στο Φως κάνουν οι Μεθορίτες στα σύνορα του Άντορ;»