«Στοιχηματίζω πως είναι ο Ραντ», είπε η Ηλαίην. Καταπνίγοντας ένα χασμουρητό, ήπιε το υπόλοιπο τσάι και ξαναγέμισε το φλιτζάνι. Το πρωινό ήταν ιδιαίτερα κουραστικό, αλλά μια καλή ποσότητα τσαγιού θα την έκανε να συνέλθει.
Η Ντυέλιν έπαψε να κάνει αέρα με το χέρι της, και σηκώθηκε όρθια. «Δεν πιστεύω να νομίζεις ότι τους έστειλε αυτός για... για να σε βοηθήσει, ε;»
Η πιθανότητα αυτή δεν είχε περάσει από το μυαλό της Ηλαίην. Κάποιες φορές μετάνιωνε που άφηνε τη μεγαλύτερη γυναίκα να ξέρει τα συναισθήματα της για τον Ραντ. «Αποκλείεται να είναι... τόσο τρελός».
Μα το Φως, πόσο κουρασμένη ένιωθε! Μερικές φορές, ο Ραντ συμπεριφερόταν σαν να ήταν ο Βασιλιάς του Κόσμου, αλλά σίγουρα δεν... δεν... Της διέφευγε τι ήταν αυτό που δεν θα μπορούσε με τίποτα να έχει κάνει.
Έπνιξε ακόμα ένα χασμουρητό και ξαφνικά τα μάτια της γούρλωσαν πάνω από το χέρι της, κοιτώντας το φλιτζάνι. Μια ψυχρή γεύση μέντας. Προσεκτικά, άφησε κάτω το φλιτζάνι ή, τουλάχιστον, προσπάθησε. Δεν κατάφερε καν να το ακουμπήσει στο δισκάκι, και το φλιτζάνι αναποδογύρισε, σκορπίζοντας το τσάι στην επιφάνεια του τραπεζιού. Τσάι αρωματισμένο με διχαλόριζα. Ήξερε ότι δεν είχε νόημα, αλλά άδραξε την Πηγή, πασχίζοντας να γεμίσει με τη ζωή και τη χαρά του σαϊντάρ, αλλά ήταν σαν να προσπαθούσε να πιάσει τον άνεμο με δίχτυ. Η οργή της Μπιργκίτε, λιγότερο οξεία από πριν, καραδοκούσε ακόμα σε μια γωνιά του μυαλού της. Προσπάθησε φρενιασμένα να συγκρατήσει τον φόβο ή τον πανικό. Ένιωθε το κεφάλι της σαν να ήταν γεμάτο με μάλλινο ύφασμα, κι η κάθε της σκέψη έμοιαζε νωθρή. Βοήθησε με, Μπιργκίτε! σκέφτηκε. Βοήθησε με!
«Τι συμβαίνει;» απαίτησε να μάθει η Ντυέλιν, γέρνοντας απότομα μπροστά. «Κάτι σκέφτηκες και, κρίνοντας από την έκφρασή σου, θα πρέπει να είναι τρομερό».
Η Ηλαίην βλεφάρισε προς το μέρος της. Είχε ξεχάσει την ύπαρξη της άλλης γυναίκας. «Φύγε!» της είπε τραχιά και ξεροκατάπιε, προσπαθώντας να καθαρίσει τον λαιμό της. Ένιωθε τη γλώσσα της πρησμένη και διπλάσια σε μέγεθος. «Φέρε βοήθεια! Με... δηλητηρίασαν!» Δεν είχε χρόνο για εξηγήσεις. «Πήγαινε!»
Η Ντυέλιν την κοίταξε με το στόμα ανοιχτό, μαρμαρωμένη στη θέση της, κι έπειτα τινάχτηκε επάνω αδράχνοντας τη λαβή του μαχαιριού που είχε περασμένο στη ζώνη της.
Η πόρτα άνοιξε κι ένας υπηρέτης έβαλε μέσα διστακτικά το κεφάλι του. Η Ηλαίην ένιωσε ένα κύμα ανακούφισης. Η Ντυέλιν δεν θα τολμούσε να τη μαχαιρώσει παρουσία μάρτυρα. Ο άντρας έβρεξε τα χείλη του με τη γλώσσα του, ενώ το βλέμμα του πεταγόταν πότε στη μία γυναίκα και πότε στην άλλη. Ύστερα, μπήκε, τραβώντας από τη ζώνη του ένα μαχαίρι με μακρόστενη λάμα. Δύο ακόμα άντρες με ερυθρόλευκες λιβρέες τον ακολούθησαν, έκαστος τραβώντας ένα μεγάλο μαχαίρι.
Δεν πρόκειται να πεθάνω σαν γουρούνι στο σακί, σκέφτηκε πικρά η Ηλαίην. Καταβάλλοντας εμφανή προσπάθεια, σηκώθηκε όρθια. Τα γόνατά της τρίκλισαν και χρειάστηκε να στηριχθεί με το ένα χέρι στο τραπέζι, αλλά χρησιμοποίησε το άλλο για να τραβήξει το δικό της εγχειρίδιο. Η εγχάρακτη λάμα είχε ίσα-ίσα το μήκος του χεριού της, αλλά ήταν αρκετή, μόνο που ένιωθε ξύλινα τα δάχτυλά της καθώς άδραχναν τη λαβή. Ακόμα κι ένα παιδί θα μπορούσε να της το πάρει. Δεν θα παραδοθώ δίχως μάχη, σκέφτηκε. Ήταν σαν να προσπαθεί να περπατήσει μέσα σε μια λίμνη με πηχτό σιρόπι, αλλά ένιωθε αποφασισμένη. Δεν θα πέσω αμαχητί!
Παραδόξως, ο χρόνος που είχε περάσει φαινόταν λίγος. Η Ντυέλιν στρεφόταν στα πρωτοπαλίκαρά της, ενώ ο τελευταίος έκλεινε την πόρτα πίσω του.
«Φόνος!» κραύγασε η Ντυέλιν. Αρπαξε την καρέκλα της και την πέταξε προς το μέρος των αντρών. «Φρουροί! Φόνος! Φρουροί!»
Οι τρεις άντρες προσπάθησαν να αποφύγουν την καρέκλα, αλλά ο ένας ήταν κάπως αργός και το έπιπλο τον χτύπησε στα πόδια. Άφησε ένα ουρλιαχτό, έπεσε στον διπλανό του και παρασύρθηκαν κι οι δύο στο πάτωμα. Ο άλλος, ένας λεπτός και κατάξανθος νεαρός με λαμπερά, γαλάζια μάτια, έκανε στο πλάι έχοντας το μαχαίρι του προτεταμένο.
Η Ντυέλιν του επιτέθηκε με το δικό της όπλο, ορμώντας προς το μέρος του και πασχίζοντας να τον καρφώσει, αλλά αυτός κινούνταν σαν κουνάβι κι απέφευγε εύκολα τις επιθέσεις της. Η μακριά του λάμα έσκισε τον αέρα κι η Ντυέλιν έκανε πίσω αφήνοντας μια κραυγή, με το ένα της χέρι να πιάνει την κοιλιά της. Ο σβέλτος άντρας ξεχύθηκε μπροστά σαν να χόρευε, καρφώνοντας με τη λάμα του, κι η γυναίκα ούρλιαξε κι έπεσε σαν πάνινη κούκλα. Εκείνος πέρασε από πάνω της και προχώρησε προς το μέρος της Ηλαίην.
Για την Ηλαίην δεν υπήρχε πια τίποτε άλλο, παρά μόνον αυτός και το μαχαίρι που κρατούσε στο χέρι του. Ο άντρας δεν βιαζόταν. Αυτά τα μεγάλα γαλανά μάτια την κοιτούσαν εξεταστικά και προσεκτικά, καθώς προχωρούσε προς το μέρος της με βήμα σταθερό. Φυσικά. Είχε επίγνωση πως απέναντι του υπήρχε μια Άες Σεντάι. Μάλλον θα αναρωτιόταν κατά πόσον είχε ενεργήσει το δηλητήριο. Η Ηλαίην προσπάθησε να σταθεί όρθια, να τον αγριοκοιτάξει, να κερδίσει λίγα λεπτά μπλοφάροντας, αλλά αυτός έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι του κι ανύψωσε το μαχαίρι του. Αν η γυναίκα είχε τη δυνατότητα να κάνει κάτι, θα έπρεπε να είχε συμβεί ήδη. Στο πρόσωπό του δεν υπήρχε ίχνος ικανοποίησης. Απλώς, ήταν υποχρεωμένος να κάνει τη δουλειά του.