Выбрать главу

Ξαφνικά, ο άντρας σταμάτησε και κοίταξε έκπληκτος προς τα κάτω. Η Ηλαίην κοίταξε κι εκείνη το ατσάλι μήκους μερικών εκατοστών που εξείχε από το στήθος του. Το αίμα ανάβλυσε στο στόμα του καθώς έπεφτε πάνω στο τραπέζι, σπρώχνοντας το με δύναμη.

Τρικλίζοντας, η Ηλαίην έπεσε στα γόνατα και μόλις που κατάφερε να πιαστεί από την άκρη του τραπεζιού, για να μην συνεχίσει να πέφτει. Κοίταξε εμβρόντητη τον αιμόφυρτο άντρα στο χαλί. Η λαβή ενός ξίφους εξείχε από την πλάτη του. Οι σκέψεις της ήταν βαριές, περιπλανώμενες εδώ κι εκεί. Αυτά τα χαλιά μπορεί να μην καθαρίζονταν ποτέ από τόσο αίμα. Αργά-αργά, ανασήκωσε το βλέμμα της, κοιτώντας πέρα από την ακίνητη φιγούρα της Ντυέλιν. Δεν φαινόταν να ανασαίνει. Κοίταξε προς το μέρος της πόρτας. Της ανοιχτής πόρτας. Ο ένας από τους δύο δολοφόνους κειτόταν μπροστά της, με το κεφάλι του να σχηματίζει μια παράξενη γωνία, εν μέρει μόνο κρατημένο στον λαιμό του. Ο άλλος πάλευε με έναν άντρα με κόκκινο πανωφόρι. Οι δυο τους μούγκριζαν και κυλιόνταν στο πάτωμα, πασχίζοντας να φτάσουν το ίδιο εγχειρίδιο. Ο υποψήφιος δολοφόνος προσπαθούσε με το ελεύθερο χέρι του να ελευθερώσει τον λαιμό του από τη γροθιά του άλλου. Του άλλου. Ενός άντρα με πρόσωπο που θύμιζε τσεκούρι και με το χαρακτηριστικό πανωφόρι με τον άσπρο γιακά του Φρουρού.

Βιάσου, Μπιργκίτε, σκέφτηκε νωθρά. Βιάσου, σε παρακαλώ.

Ύστερα, την κατάπιε το σκοτάδι.

10

Ένα Σχέδιο Πετυχαίνει

Τα μάτια της Ηλαίην άνοιξαν στο σκοτάδι κι αντίκρισε αμυδρές σκιές που χόρευαν στη θαμπή αχνάδα. Το πρόσωπό της ήταν κρύο και το υπόλοιπο κορμί της ζεστό κι ιδρωμένο, ενώ κάτι περιόριζε τα χέρια και τα πόδια της. Για μια στιγμή, ο πανικός φούντωσε μέσα της. Κατόπιν, διαισθάνθηκε την παρουσία της Αβιέντα στο δωμάτιο, μια απλή, ανακουφιστική επίγνωση, καθώς και της Μπιργκίτε, που έμοιαζε με ήρεμη γροθιά κι ελεγχόμενος θυμός μέσα στο κεφάλι της. Και μόνο που βρίσκονταν εκεί οι δυο γυναίκες, την έκαναν να νιώθει γαλήνη. Ήταν στην κρεβατοκάμαρά της, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και σκεπασμένη με κουβέρτες, ατενίζοντας τον τεντωμένο λινό θόλο κι έχοντας μποτίλιες με ζεστό νερό σφηνωμένες στα πλευρά της. Οι βαριές, χειμωνιάτικες κουρτίνες του κρεβατιού ήταν τραβηγμένες και δεμένες στα σκαλιστά υποστηρίγματα, ενώ το μόνο φως στο δωμάτιο προερχόταν από τις μικροσκοπικές φλόγες που τρεμόπαιζαν στο τζάκι, φωτισμός αρκετός για να παραμερίσει κάπως τις σκιές, αλλά όχι για να τις διασκορπίσει.

Χωρίς δεύτερη σκέψη, απλώθηκε για να βρει την Πηγή, και τη βρήκε. Με θαυμαστή επιδεξιότητα, άγγιξε το σαϊντάρ χωρίς καν να απορροφήσει. Μολονότι η επιθυμία να το κάνει φούντωνε μέσα της, η γυναίκα αποσύρθηκε απρόθυμα. Εξαιρετικά απρόθυμα, κι όχι επειδή η θέλησή της να γεμίσει με τη βαθύτερη ζωτικότητα του σαϊντάρ γινόταν συχνά απύθμενη αναγκαιότητα, που έπρεπε να θέσει υπό έλεγχο. Ο μεγαλύτερος φόβος της εκείνες τις ατελείωτες στιγμές του τρόμου δεν ήταν ο θάνατος, αλλά η πιθανότητα να μην μπορέσει να ξαναγγίξει την Πηγή. Κάποτε, θα θεωρούσε κάτι τέτοιο ιδιαίτερα παράξενο.

Άξαφνα, οι μνήμες επανήλθαν κι αμέσως ανασηκώθηκε, ενώ οι κουβέρτες γλίστρησαν έως τη μέση της. Τις τράβηξε ξανά επάνω της. Ο αέρας ήταν πολύ κρύος επάνω στο γυμνό της δέρμα, που γλιστρούσε από τον ιδρώτα. Δεν της είχαν αφήσει ούτε μια πουκαμίσα, κι όσο κι αν προσπαθούσε να μιμηθεί την ανεμελιά της Αβιέντα που ξεγυμνωνόταν μπροστά σε τρίτους, δεν τα κατάφερνε. «Η Ντυέλιν», είπε ανήσυχα, στριφογυρνώντας, για να χωθεί καλύτερα κάτω από τις κουβέρτες. Οι κινήσεις της ήταν κάπως αδέξιες. Ένιωθε πιεσμένη και κάπως ασταθής. «Κι οι Φρουροί. Είναι...;»

«Ο άντρας δεν έπαθε ούτε γρατσουνιά», είπε η Νυνάβε προβάλλοντας ανάμεσα στις κινούμενες σκιές, μια σκιά κι η ίδια. Ακούμπησε την παλάμη της στο μέτωπο της Ηλαίην και μούγκρισε ικανοποιημένη μόλις διαπίστωσε πως ήταν δροσερό. «Θεράπευσα την Ντυέλιν. Ωστόσο, θα της πάρει κάμποσο χρόνο να ανανήψει πλήρως. Έχασε αρκετό αίμα. Όσο για σένα, καλά τα πας. Προς στιγμήν, νόμισα πως θα ανέβαζες πυρετό, κάτι που συμβαίνει πολύ απότομα σε εξασθενημένους οργανισμούς».