Выбрать главу

«Αντί για Θεραπεία, σου έδωσε βότανα», είπε ξινά η Μπιργκίτε, από το κάθισμά της στα πόδια του κρεβατιού. Στο ημίφως, έμοιαζε με κοντόχοντρη, δυσοίωνη μορφή.

«Η Νυνάβε αλ’Μεάρα είναι αρκετά σοφή, ώστε ξέρει τι δεν μπορεί να κάνει», είπε η Αβιέντα με μια επίπεδη χροιά στη φωνή της. Μονάχα η άσπρη της μπλούζα κι η λάμψη από το γυαλιστερό ασήμι ήταν ορατά χαμηλά, με φόντο τον τοίχο. Ως συνήθως, είχε διαλέξει να καθίσει στο πάτωμα αντί στην καρέκλα. «Αναγνώρισε τη γεύση της διχαλόριζας στο τσάι, αλλά δεν ήξερε πώς φτιάξει μια ύφανση για να την αντιμετωπίσει, οπότε δεν πήρε κάποιο ανόητο ρίσκο».

Η Νυνάβε ρουθούνισε ηχηρά, τόσο για την Αβιέντα που την υπερασπιζόταν, όσο και για τη δηκτικότητα της Μπιργκίτε. Ίσως περισσότερο για τη δεύτερη περίπτωση. Έτσι ήταν η Νυνάβε, η οποία πιθανότατα θα προτιμούσε να μη δίνει κανείς σημασία στο τι δεν γνώριζε και τι δεν μπορούσε να κάνει. Όσον αφορά στη Θεραπεία, τελευταία ήταν πιο ευερέθιστη από ποτέ, ειδικά από τη στιγμή που έγινε ολοφάνερο πως αρκετές από τις γυναίκες του Σογιού ήδη την ξεπερνούσαν σε αυτή την τέχνη. «Θα έπρεπε να την είχες αναγνωρίσει εσύ, Ηλαίην», είπε κοφτά. «Όπως και να έχει, το πρασινόχορτο κι η κατσικόγλωσσα μπορούν να σου φέρουν ύπνο, αλλά είναι πολύ δραστικά για τις στομαχικές κράμπες. Σκέφτηκα πως θα προτιμούσες τον ύπνο».

Ψαρεύοντας τις δερμάτινες μποτίλιες με το ζεστό νερό κάτω από τα σκεπάσματα και πετώντας τες στο χαλί, για να μην αρχίσει να ψήνεται πάλι, η Ηλαίην ανατρίχιασε. Οι μέρες αφότου η Ρόντε Μακούρα είχε ποτίσει με διχαλόριζα εκείνη και τη Νυνάβε ήταν ένα μαρτύριο που πάσχιζε να ξεχάσει. Όποια κι αν ήταν τα βότανα που της είχε δώσει η Νυνάβε, δεν ένιωθε πιο αδύναμη απ’ ό,τι θα ένιωθε με τη διχαλόριζα. Πίστευε πως μπορούσε να περπατήσει, αρκεί να μην πήγαινε μακριά ή να μη στεκόταν όρθια για πολλή ώρα. Επιπλέον, μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Μέσα από τα δίφυλλα παράθυρα περνούσαν οι λεπτές αχτίδες του φεγγαριού. Πόσο περασμένη ήταν η ώρα, άραγε;

Αγκάλιασε ξανά την Πηγή και διαβίβασε τέσσερα νήματα Φωτιάς, φωτίζοντας πρώτα τον έναν όρθιο φανό κι έπειτα έναν άλλον. Οι μικρές φλόγες που καθρεφτίζονταν φώτισαν το χώρο, σκορπίζοντας απότομα το σκοτάδι, κι η Μπιργκίτε σήκωσε το χέρι της για να προστατέψει τα μάτια της. Το πανωφόρι της Στρατηγού πράγματι της ταίριαζε πολύ· το δίχως άλλο, θα εντυπωσίαζε τους εμπόρους.

«Δεν θα έπρεπε να διαβιβάσεις ακόμα», είπε φασαριόζικα η Νυνάβε λοξοκοιτώντας, για να αποφύγει το ξαφνικό φως. Φορούσε ακόμα αυτό το τολμηρό μπλε φόρεμα, με το οποίο την είχε δει η Ηλαίην νωρίτερα, ενώ η εσάρπα με τα κίτρινα κρόσσια ήταν πιασμένη στους αγκώνες της. «Το καλύτερο για σένα είναι λίγες μέρες ανάνηψης και κάμποσος ύπνος». Κοίταξε συνοφρυωμένη τις μποτίλιες με το ζεστό νερό που ήταν πεταμένες στο δάπεδο. «Επίσης, πρέπει να διατηρείσαι ζεστή, για να αποφύγεις έναν πυρετό που θα χρειαστεί επειγόντως Θεραπεία».

«Νομίζω πως η Ντυέλιν απέδειξε την αφοσίωση της σήμερα», είπε η Ηλαίην μετακινώντας τα μαξιλάρια, για να μπορεί να γείρει άνετα πάνω στο πλαίσιο του κρεβατιού, κι η Νυνάβε τίναξε τα χέρια της με αποστροφή. Σε έναν μικρό ασημένιο δίσκο πάνω σε ένα από τα τραπεζάκια που υπήρχαν παράπλευρα του κρεβατιού ήταν ακουμπισμένη μία και μοναδική ασημένια κούπα γεμάτη σκούρο κρασί, κι η Ηλαίην τής έριξε μια σύντομη δύσπιστη ματιά. «Το απέδειξε με τον δύσκολο τρόπο. Έχω την εντύπωση πως έχω τοχ απέναντι της, Αβιέντα».

Η Αβιέντα ανασήκωσε τους ώμους. Μόλις έφθασαν στο Κάεμλυν, επέστρεψε στην Αελίτικη ενδυμασία της, με βιασύνη που καταντούσε κωμική, εγκαταλείποντας τα μετάξια για τις αλγκόντ μπλούζες και τις ογκώδεις μάλλινες φούστες, λες και ξαφνικά φοβήθηκε την πολυτέλεια των υδρόβιων. Με το σκούρο επώμιο τυλιγμένο γύρω από τη μέση της και το μαύρο διπλωμένο μαντίλι να κρατάει δεμένα προς τα πίσω τα μακριά της μαλλιά, ήταν η προσωποποίηση μιας μαθητευομένης των Σοφών, παρ’ όλο που το μοναδικό της κόσμημα ήταν ένα περίπλοκο, ασημένιο περιδέραιο με περίτεχνα δουλεμένους δίσκους, δώρο της Εγκουέν. Η Ηλαίην εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει τη βιασύνη της. Η Μελαίν κι οι υπόλοιπες δεν είχαν πρόβλημα να την αφήσουν να κάνει του κεφαλιού της, αρκεί να φορούσε τα ρούχα των υδρόβιων, αλλά τώρα την είχαν στο χέρι, σαν μαθητευόμενη στα χέρια μιας Άες Σεντάι. Ο μόνος λόγος που της επέτρεπαν να παραμείνει όσο ήθελε στο Παλάτι —και στην πόλη, φυσικά— ήταν επειδή εκείνη κι η Ηλαίην ήταν πρωταδελφές.

«Αν το πιστεύεις, έτσι είναι». Ο τόνος της φωνής της, έτσι όπως υποδήλωνε το προφανές, έγινε σιγά-σιγά μια τρυφερή κατσάδα. «Όμως, περιορίσου σε ένα μικρό τοχ, Ηλαίην. Έχεις πολλούς λόγους να αμφιβάλλεις. Δεν μπορείς να αναλάβεις δεσμεύσεις για καθετί που σκέφτεσαι, αδελφή». Γέλασε, λες και ξαφνικά κάτι της φάνηκε πολύ αστείο. «Να πού βρίσκεται η υπερβολική έπαρση, και δεν έχω λόγο να μην είμαι πολύ περήφανη για εσένα, μόνο που οι Σοφές δεν θα καλέσουν εσένα να λογοδοτήσεις».