Η Νυνάβε κοίταξε ψηλά με μια επιδεικτική κίνηση, αλλά η Αβιέντα απλώς κούνησε το κεφάλι, έχοντας κουραστεί να κάνει υπομονή με την άγνοια της άλλης γυναίκας. Είχε διδαχτεί κι άλλα πράγματα δίπλα στις Σοφές εκτός από τη Δύναμη.
«Εν πάση περιπτώσει, καλό θα ήταν εσείς οι δύο να μην είστε τόσο αλαζονικές», είπε η Μπιργκίτε με κάτι που έμοιαζε ύποπτα με καταπιεσμένη ιλαρότητα. Το πρόσωπό της ήταν γαλήνιο, ανέκφραστο σχεδόν, από την προσπάθεια που κατέβαλε να μην γελάσει.
Η Αβιέντα έριξε μια ματιά στην Μπιργκίτε, και στο πρόσωπό της διαγραφόταν μια ξύλινη επιφυλακτικότητα. Μια κι η ίδια με την Ηλαίην είχαν υιοθετήσει η μία την άλλη, έτσι την είχε υιοθετήσει και η Μπιργκίτε κατά κάποιον τρόπο. Όχι ως Πρόμαχος, βέβαια, αλλά με την ίδια νοοτροπία της μεγαλύτερης αδελφής που συχνά επιδείκνυε κι απέναντι στην Ηλαίην. Η Αβιέντα δεν ήταν και τόσο σίγουρη τι να συμπεράνει από κάτι τέτοιο ή πώς να αντιδράσει. Η συμμετοχή στον στενό κύκλο που ήξερε ποια ήταν στην πραγματικότητα η Μπιργκίτε, σίγουρα δεν είχε βοηθήσει και πολύ. Αμφιταλαντευόταν μεταξύ της ασυγκράτητης αποφασιστικότητας να τους δείξει πως η Μπιργκίτε με το Ασημένιο Τόξο δεν τη φόβιζε και τόσο και της τάσης της να φανεί απρόσμενα πειθήνια, με ενδιάμεσα κενά διαστήματα.
Η Μπιργκίτε τής χαμογέλασε, ένα χαμόγελο γεμάτο θυμηδία, που έσβησε καθώς τράβηξε από την ποδιά της ένα μικρό πακέτο κι άρχισε να ξετυλίγει με προσοχή το ύφασμα. Όταν αποκαλύφθηκε ένα εγχειρίδιο με δερμάτινη λαβή και μακρόστενη λάμα, η έκφραση του προσώπου της έγινε αυστηρή, ενώ ατόφια οργή ξεπήδησε στον δεσμό. Η Ηλαίην αναγνώρισε αμέσως το μαχαίρι. Είχε δει το δίδυμό του στο χέρι ενός αναμαλλιασμένου φονιά.
«Δεν προσπαθούσαν να σε απαγάγουν, αδελφή», είπε μαλακά η Αβιέντα.
Ο τόνος της Μπιργκίτε ήταν ζοφερός. «Αφού ο Μέλαρ σκότωσε τους δύο πρώτους — τον δεύτερο λογχίζοντάς τον με το ξίφος του από την άλλη άκρη του δωματίου, σαν ήρωας σε αιμοχαρή ιστορία βάρδου», είπε κρατώντας το ξιφίδιο όρθιο από την άκρη της λαβής, «πήρε αυτό από τον άλλον και τον σκότωσε χρησιμοποιώντας το. Υπήρχαν τέσσερα παρόμοια εγχειρίδια. Αυτό εδώ είναι δηλητηριασμένο».
«Αυτές οι καφετιές κηλίδες πάνω στη λάμα είναι γκρίζος μάραθος ανακατεμένος με σκόνη από κουκούτσι ροδάκινου», είπε η Νυνάβε και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού κάνοντας μια γκριμάτσα αηδίας. «Μια ματιά στα μάτια και στη γλώσσα του ήταν αρκετή, για να καταλάβω πως αυτά ήταν υπεύθυνα για τον θάνατό του, κι όχι το μαχαίρι».
«Τέλος πάντων», είπε η Ηλαίην μια στιγμή αργότερα. Πράγματι, τι άλλο θα μπορούσε να πει; «Ώστε, λοιπόν, διχαλόριζα, για να μην μπορώ να διαβιβάσω, ούτε καν να σταθώ όρθια, και δύο άντρες να με κρατούν γερά, ενώ ένας τρίτος μου κάρφωνε μία δηλητηριασμένη λάμα. Περίπλοκο σχέδιο».
«Στους υδρόβιους αρέσουν τα περίπλοκα σχέδια», είπε η Αβιέντα. Κοιτώντας την Μπιργκίτε ανήσυχα, μετακινήθηκε κάπως στον τοίχο και πρόσθεσε: «Σε μερικούς, τουλάχιστον».
«Αρκετά απλό, με τον τρόπο του», είπε η Μπιργκίτε, τυλίγοντας ξανά το μαχαίρι με την ίδια φροντίδα που το είχε ξετυλίξει. «Δεν ήταν δύσκολο να σε πλησιάσει κάποιος. Όλοι ξέρουν πως τρως μόνη σου μεσημεριανό». Η μακριά της πλεξούδα πήγε πέρα-δώθε καθώς κούνησε το κεφάλι της. «Στάθηκες τυχερή, επειδή ο πρώτος άντρας που σε προσέγγισε δεν είχε αυτό εδώ. Ένα χτύπημα, και θα ήσουν νεκρή. Ευτυχώς που ο Μέλαρ έτυχε να περνά απ’ έξω κι άκουσε κάποιον να βρίζει μέσα στα διαμερίσματά σου. Μπόλικη τύχη για τα’βίρεν».
Η Νυνάβε ρουθούνισε. «Θα μπορούσες να είσαι νεκρή κι από ένα αρκετά βαθύ κόψιμο στο μπράτσο σου. Το κουκούτσι είναι το πιο δηλητηριώδες κομμάτι του ροδάκινου. Η Ντυέλιν δεν θα τη γλίτωνε, αν ήταν κι οι άλλες λάμες δηλητηριασμένες».
Η Ηλαίην κοίταξε τριγύρω, στα επίπεδα κι ανέκφραστα πρόσωπα των φίλων της, κι αναστέναξε. Πολύ περίπλοκο σχέδιο. Λες κι οι σπιούνοι μέσα στο ίδιο το Παλάτι δεν ήταν πρόβλημα από μόνοι τους. «Μια μικρή σωματοφυλακή, Μπιργκίτε, είναι αρκετή», είπε τελικά. «Κάτι... διακριτικό». Έπρεπε να ξέρει πως η γυναίκα θα ήταν προετοιμασμένη. Τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο της Μπιργκίτε δεν άλλαξαν ούτε στο ελάχιστο, αλλά μια μικροσκοπική έκρηξη ικανοποίησης ανάβλυσε μέσα από τον κοινό τους δεσμό.
«Οι γυναίκες που σε φύλαξαν σήμερα, για αρχή», είπε, κάνοντας μια προσποιητή παύση, δήθεν για να σκεφτεί, «και μερικές άλλες που θα διαλέξω εγώ. Καμιά εικοσαριά όλες κι όλες. Αν είναι πολύ λίγες, δεν θα μπορούν να σε προστατεύουν νυχθημερόν, και το χρειάζεσαι, που να πάρει», αποτελείωσε την πρόταση της με σταθερή φωνή, παρ’ όλο που η Ηλαίην δεν είχε διαμαρτυρηθεί καθόλου. «Οι γυναίκες μπορούν να σε φρουρούν καλύτερα από τους άντρες, και ταυτόχρονα να είναι διακριτικές, ακριβώς επειδή είναι γυναίκες. Ο περισσότερος κόσμος θα πιστεύει πως παίζουν απλώς τελετουργικό ρόλο —κάτι σαν τις Κόρες του Δόρατος που σου ανήκουν— κι ίσως να ήταν καλό να τους δώσουμε κάτι, μια σάρπα ας πούμε, για να ενισχύσουμε αυτή την εντύπωση». Τα λόγια της ακολούθησε ένα κοφτό βλέμμα εκ μέρους της Αβιέντα, το οποίο έκανε πως δεν πρόσεξε. «Το θέμα είναι ποιος θα τις διοικεί», είπε συνοφρυωμένη και σκεφτική. «Δύο ή τρεις ευγενείς, Κυνηγοί, τσακώνονται για ένα αξίωμα "επαρκές για την κοινωνική τους θέση". Οι καταραμένες οι γυναίκες γνωρίζουν πώς να διατάζουν, αλλά δεν είμαι διόλου σίγουρη κατά πόσον ξέρουν να δώσουν τις κατάλληλες διαταγές. Θα μπορούσα να προάγω την Κάσεϊλ σε λοχαγό, αλλά νομίζω πως κατά βάθος νιώθει περισσότερο σημαιοφόρος». Η Μπιργκίτε ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Κάποια από τις υπόλοιπες μπορεί να είναι πιο υποσχόμενη, αλλά έχω την εντύπωση πως είναι καλύτερες ως οπαδοί παρά ως ηγέτιδες».