Выбрать главу

Η Νυνάβε ξεφύσηξε και τη λοξοκοίταξε κάπως άγρια. «Κάποια μέρα θα πιάνεις πουλιά στον αέρα, Ηλαίην. Το μυαλό σου θα είναι τόσο κοφτερό, που θα σε κόψει για τα καλά».

«Μα πιάνει πουλιά στον αέρα, Νυνάβε αλ’Μεάρα». Η Αβιέντα ανασηκώθηκε ανάλαφρα και τακτοποίησε τη βαριά της φούστα. Κατόπιν, χάιδεψε μαλακά το μαχαίρι με την κεράτινη λαβή, που είχε περασμένο στη ζώνη της. Δεν ήταν τόσο μεγάλο όσο η λάμα που είχε ως Κόρη, αποτελούσε ωστόσο ένα αξιόπιστο όπλο. «Κι έχει εμένα για να φυλάω τα νώτα της. Έχω την άδεια να μείνω μαζί της».

Η Νυνάβε θύμωσε κι άνοιξε το στόμα της για να μιλήσει. Παραδόξως, όμως, το έκλεισε ξανά κι έκανε εμφανή προσπάθεια να ηρεμήσει, βάζοντας σε τάξη τη φούστα της και τα χαρακτηριστικά της. «Τι κοιτάτε όλες σας;» μουρμούρισε. «Αν η Ηλαίην θέλει κοντά της αυτόν τον τύπο, για να την τσιμπάει όποτε του κάνει κέφι, ποια είμαι εγώ που θα διαφωνήσω;» Η Μπιργκίτε έμεινε με το στόμα ανοιχτό κι η Ηλαίην αναρωτήθηκε αν η Αβιέντα ήταν έτοιμη να πνιγεί. Τα μάτια της είχαν πεταχτεί έξω.

Ο αχνός ήχος του γκονγκ που σήμανε την ώρα, στην κορυφή του ψηλότερου πύργου του Παλατιού, την έκανε να τιναχτεί ξαφνιασμένη. Η ώρα ήταν πιο προχωρημένη απ’ όσο νόμιζε. «Νυνάβε, η Εγκουέν ίσως μας περιμένει ήδη». Δεν έβλεπε πουθενά τα ρούχα της. «Πού είναι το πουγκί μου; Έχω μέσα το δαχτυλίδι μου». Το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό βρισκόταν περασμένο στο δάχτυλο της, αλλά δεν εννοούσε αυτό.

«Θα δω μόνη μου την Εγκουέν», είπε η Νυνάβε με σταθερή φωνή. «Δεν είσαι σε θέση να μπεις στον Τελ’αράν’ριοντ. Άσε που κοιμόσουν όλο το απόγευμα. Στοιχηματίζω πως δεν θα μπορέσεις να ξανακοιμηθείς. Και ξέρω καλά πως δεν κατάφερες να μπεις σε εκστατική εγρήγορση, άρα άλλος τρόπος δεν υπάρχει». Χαμογέλασε αυτάρεσκα, σίγουρη για τη νίκη της. Η ίδια είχε αλληθωρίσει κι ένιωθε ζαλάδα όταν προσπάθησε να μπει στην εκστατική εγρήγορση που προσπάθησε να τους μάθει η Εγκουέν.

«Θα στοιχημάτιζες;» μουρμούρισε η Ηλαίην. «Τι στοίχημα θα έβαζες; Γιατί εγώ σκοπεύω να το πιω αυτό», είπε ρίχνοντας μια ματιά στην ασημένια κούπα, πάνω στο παράπλευρο τραπεζάκι, «και στοιχηματίζω πως θα πέσω αμέσως για ύπνο. Όλα αυτά, φυσικά, αν δεν έχεις βάλει τίποτα μέσα κι αν δεν έχεις σκοπό να με αναγκάσεις να το πιω με κάποια κατεργαριά... Κάτι που δεν θα έκανες, βέβαια. Λοιπόν, τι θα στοιχηματίσουμε;»

Το ανυπόφορο χαμόγελο γλίστρησε με έναν γλοιώδη τρόπο από το πρόσωπο της Νυνάβε κι αντικαταστάθηκε από ένα αναψοκοκκίνισμα στα μάγουλά της.

«Πολύ ωραία», είπε η Μπιργκίτε, και σηκώθηκε. Με τις γροθιές ακουμπισμένες στους γοφούς της, καθόταν άκαμπτη πλάι στο ένα πόδι του κρεβατιού, με έκφραση και τόνο φωνής γεμάτα μομφή. «Η γυναίκα σού έδωσε να φας κι εσύ την κατσαδιάζεις, όπως η Κυρα Πρις. Ίσως αν πιεις αυτό το φλιτζάνι, πέσεις για ύπνο και ξεχάσεις για απόψε τις περιπέτειες στον Κόσμο των Ονείρων, αποφασίσω πως είσαι αρκετά ώριμη για να σου εμπιστευθώ λιγότερους από εκατό φρουρούς να σε προστατεύουν. Ή, μήπως, πρέπει να σου κλείσω τη μύτη, για να σε αναγκάσω να το πιεις;» Όπως και να έχει, η Ηλαίην δεν περίμενε πως η Μπιργκίτε θα συγκρατούνταν για πολύ ακόμα. Λιγότερους από εκατό, είπε;

Η Αβιέντα στράφηκε απότομα για να κοιτάξει την Μπιργκίτε, πριν η τελευταία ολοκληρώσει την πρόταση της, και χωρίς καλά-καλά να περιμένει να προφέρει την τελευταία της λέξη. «Δεν θα έπρεπε να της απευθύνεσαι με αυτόν τον τρόπο, Μπιργκίτε Τραχέλιον», είπε, και ορθώθηκε σε μια προσπάθεια να της επιβληθεί, καθότι ψηλότερη. Τα ψηλά τακούνια στις μπότες της Μπιργκίτε απάλυναν κάπως την εικόνα, αλλά έτσι όπως είχε ρίξει την εσάρπα σφιχτά πάνω στα στήθη της έμοιαζε πιότερο με Σοφή παρά με μαθητευομένη. Τα πρόσωπα μερικών γυναικών δεν ήταν και πολύ γηραιότερα από το δικό της. «Είσαι η Πρόμαχός της. Ρώτησε τον Άαν’αλέιν πώς πρέπει να συμπεριφέρεσαι. Είναι σπουδαίος άντρας, ωστόσο υπακούει τυφλά σε ό,τι του πει η Νυνάβε». Ο Άαν’αλέιν ήταν ο Λαν, ο Μοναχικός Άντρας, η ιστορία του οποίου ήταν πασίγνωστη και τύγχανε μεγάλης αποδοχής μεταξύ των Αελιτών.

Η Μπιργκίτε την κοίταξε από την κορυφή έως τα νύχια, σαν να την αναμετρούσε, και πήρε μια νωχελική στάση, που την έκανε να χάσει το πλεονέκτημα των μερικών ιντσών ύψους, που της προσέφεραν τα τακούνια στις μπότες της. Με ένα χλευαστικό χαμόγελο, άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, έτοιμη προφανώς να τα ψάλει, αν μπορούσε, στην Αβιέντα για το λογύδριό της. Και, συνήθως, το κατόρθωνε. Πριν όμως προλάβει να πει λέξη, η Νυνάβε μίλησε ήρεμα και σταθερά.