«Για όνομα του Φωτός, παράτα τα πια, Μπιργκίτε. Αφού η Ηλαίην λέει ότι θέλει να πάει, θα πάει. Τέρμα, ούτε λέξη παραπάνω». Έτεινε ένα δάχτυλο προς το μέρος της άλλης γυναίκας. «Ούτε εσύ. Θα τα συζητήσουμε αργότερα».
Η Μπιργκίτε κοίταξε τη Νυνάβε, με τα χείλη της να κινούνται άηχα και με ένα έντονο μείγμα οργής κι απόγνωσης να διαπερνά τον δεσμό του Προμάχου. Τελικά, κάθισε βαριά στο κάθισμά της, με τα πόδια τεντωμένα και τις μπότες να ισορροπούν πάνω στα σπιρούνια με τις λεοντοκεφαλές, κι άρχισε να σιγομουρμουράει δύσθυμα. Αν η Ηλαίην δεν τη γνώριζε καλύτερα, θα έπαιρνε όρκο πως επρόκειτο για γυναίκα που πάσχει από μελαγχολία. Μακάρι να ήξερε πώς τα είχε καταφέρει η Νυνάβε. Κάποτε η Νυνάβε έτρεμε τόσο την Μπιργκίτε όσο η Αβιέντα, αλλά όλα αυτά είχαν πλέον αλλάξει άρδην. Τώρα, η Νυνάβε είχε φθάσει στο σημείο να κάνει τον νταή στην Μπιργκίτε, όπως και τόσοι άλλοι, και μάλιστα με μεγαλύτερη επιτυχία από τους περισσότερους. Γυναίκα είναι κι αυτή, όπως οποιαδήποτε άλλη, είχε πει η Νυνάβε. Μου το είπε η ίδια κι αντιλήφθηκα πως είχε δίκιο. Λες κι αυτό εξηγούσε τα πάντα. Η Μπιργκίτε εξακολουθούσε να είναι πάντα η Μπιργκίτε.
«Το πουγκί μου;» είπε η Ηλαίην και, πρώτη απ’ όλους, η Μπιργκίτε έσπευσε να φέρει από την γκαρνταρόμπα το χρυσοκέντητο κόκκινο πουγκί. Βέβαια, ένας Πρόμαχος πάντα έσπευδε πρώτος, αλλά η Μπιργκίτε όλο και κάποιο σχόλιο έκανε σε αυτές τις περιπτώσεις. Όταν επέστρεψε πάντως, η συμπεριφορά της ήταν πράγματι άξια σχολίων. Έδωσε το πουγκί στην Ηλαίην με μια υπόκλιση γεμάτη μεγαλοπρέπεια, στραβώνοντας τα χείλη της προς το μέρος της Νυνάβε και της Αβιέντα. Η Ηλαίην αναστέναξε. Δεν ήταν ότι οι γυναίκες έτρεφαν αντιπάθεια η μία για την άλλη. Η αλήθεια ήταν πως τα πήγαιναν πολύ καλά, αρκεί να αγνοούσες αυτές τις ιδιοτροπίες. Απλώς, μερικές φορές έψαχναν αφορμές να αλληλοεξοργίζονται.
Το αλλόκοτα παραμορφωμένο πέτρινο δαχτυλίδι ήταν δεμένο πάνω σε μια απλή δερμάτινη θηλιά, ακουμπισμένο στον πάτο του πουγκιού, κάτω από έναν όγκο ανάκατων νομισμάτων, δίπλα στο προσεκτικά τυλιγμένο μεταξένιο μαντίλι, που ήταν γεμάτο με φτερά, τα οποία η Ηλαίην θεωρούσε τον μεγαλύτερό της θησαυρό. Το τερ’ανγκριάλ έμοιαζε πέτρινο ούτως ή άλλως, με όλα αυτά τα γαλάζια, κόκκινα και καφετιά στίγματα και ρίγες, αλλά το ένιωθες στο χέρι σου σκληρό και στιλπνό σαν ατσάλι, και πολύ βαρύ για να είναι κάτι τέτοιο. Τοποθετώντας το δερμάτινο κορδόνι γύρω από τον λαιμό της και το δαχτυλίδι ανάμεσα στα στήθη της, έσφιξε τα σχοινάκια κι άφησε το πουγκί στο παράπλευρο τραπεζάκι, παίρνοντας στο χέρι της την ασημένια κούπα. Το άρωμα που ανέδιδε θύμιζε καλό κρασί, αλλά η Ηλαίην ανασήκωσε τα φρύδια της και χαμογέλασε στη Νυνάβε.
«Πάω στο δωμάτιο μου», είπε ξερά η Νυνάβε. Σηκώθηκε από το στρώμα και μοιράστηκε μια βλοσυρή ματιά με την Μπιργκίτε και την Αβιέντα. Το κι’σάιν στο μέτωπό της την έκανε να φαίνεται ακόμα περισσότερο ανένδοτη. «Οι δυο σας θα μείνετε ξύπνιες και θα έχετε τα μάτια σας δεκατέσσερα! Μέχρι να βρείτε τις γυναίκες που θα την προστατεύουν, η Ηλαίην εξακολουθεί να βρίσκεται σε κίνδυνο. Ελπίζω να μη χρειαστεί να σας το υπενθυμίσω ξανά».
«Λες να μην το ξέρω;» διαμαρτυρήθηκε η Αβιέντα, και την ίδια στιγμή η Μπιργκίτε γρύλισε: «Δεν είμαι χαζή, Νυνάβε!»
«Έτσι λέτε εσείς», τους αποκρίθηκε η Νυνάβε. «Ελπίζω πως όχι, για το καλό της Ηλαίην και το δικό σας». Μάζεψε γύρω της την εσάρπα και γλίστρησε έξω από το δωμάτιο, με τη μεγαλοπρέπεια μιας Άες Σεντάι. Ήταν πολύ καλή σε κάτι τέτοια.
«Λες κι είναι αυτή η βασίλισσα εδώ πέρα», μουρμούρισε η Μπιργκίτε.
«Είναι ακατάδεχτη, Μπιργκίτε Τραχέλιον», γόγγυξε η Αβιέντα. «Ακατάδεκτη σαν Σάιντο με μια κατσίκα». Οι δύο γυναίκες ένευσαν συμφωνώντας.
Η Ηλαίην όμως παρατήρησε πως περίμεναν να κλείσει η πόρτα πίσω από τη Νυνάβε για να μιλήσουν. Η γυναίκα που αρνούνταν πεισματικά να γίνει Άες Σεντάι γινόταν τελικά από τις καλύτερες Άες Σεντάι. Ίσως να είχε κι ο Λαν κάποια σχέση με αυτό. Μπορεί να την προγύμναζε με βάση την πείρα του. Βέβαια, ήθελε δουλειά ακόμα στο θέμα της αυτοπειθαρχίας, αλλά φαίνεται πως γινόταν όλο κι ευκολότερο, από τον παράξενο γάμο τους κι ύστερα.
Η πρώτη γουλιά που ήπιε είχε τη γεύση κρασιού, ενός πολύ καλού κρασιού, αλλά η Ηλαίην συνοφρυώθηκε κοιτώντας την κούπα και δίστασε, μέχρι τουλάχιστον να συνειδητοποιήσει τι έκανε και για ποιο λόγο. Η ανάμνηση της διχαλόριζας που ήταν κρυμμένη στο τσάι της εξακολουθούσε να είναι έντονη. Τι είχε βάλει η Νυνάβε εδώ μέσα; Όχι διχαλόριζα, ασφαλώς, αλλά τι; Της φάνηκε εξαιρετικά δύσκολο να σηκώσει το φλιτζάνι για να ρουφήξει το περιεχόμενο, ωστόσο, με μια απροκάλυπτη κίνηση, το αποστράγγισε. Διψούσα, αυτό είναι όλο, σκέφτηκε απλώνοντας το χέρι της, για να ακουμπήσει την κούπα στον ασημένιο δίσκο. Το σίγουρο είναι ότι δεν προσπαθούσα να αποδείξω τίποτα.