Οι δύο άλλες γυναίκες την παρακολουθούσαν, αλλά καθώς η Ηλαίην βόλεψε το κορμί της σε μια πιο βολική θέση για ύπνο, η μία στράφηκε να μιλήσει στην άλλη.
«Θα επαγρυπνώ στο καθιστικό», είπε η Μπιργκίτε. «Έτσι κι αλλιώς, εκεί έχω το τόξο και τη φαρέτρα μου. Εσύ μείνε εδώ, σε περίπτωση που χρειαστεί κάτι».
Αντί διαφωνίας, η Αβιέντα τράβηξε το μαχαίρι της ζώνης της και γονάτισε, έτοιμη να ξεπεταχτεί από τη μια μεριά, όπου θα μπορούσε να δει κάποιον να περνάει την πόρτα πριν τη δει αυτός. «Χτύπα δύο φορές, έπειτα μία και πες το όνομά σου πριν μπεις», είπε. «Ειδάλλως, θα θεωρήσω ότι πρόκειται για εχθρό». Η Μπιργκίτε ένευσε καταφατικά, λες κι αυτό ήταν το λογικότερο πράγμα στον κόσμο.
«Αυτό είναι σαχ...», η Ηλαίην κατέπνιξε ένα χασμουρητό με το χέρι της. «Σαχλό», αποτελείωσε την πρόταση της με το που μπόρεσε να μιλήσει ξανά. «Κανείς δεν πρόκειται να προσπαθήσει να...» Άλλο ένα χασμουρητό, και τώρα κόντεψε να βάλει ολόκληρη τη γροθιά μέσα στο στόμα της! Μα το Φως, τι είχε βάλει η Νυνάβε σ’ αυτό το κρασί; «Να με σκοτώσει... απόψε», είπε νυσταγμένα, «και το... γνωρίζετε καλά... κι οι δυο σας...» Τα βλέφαρα της ήταν βαριά κι έκλειναν, παρά τις προσπάθειές της να τα κρατήσει ανοιχτά. Ασυναίσθητα, έχωσε το κεφάλι της στο μαξιλάρι και πάσχισε να αποτελειώσει αυτό που έλεγε, αλλά...
Βρισκόταν στη Μεγάλη Αίθουσα, το δωμάτιο του θρόνου τού Παλατιού. Στην αντανάκλαση της Μεγάλης Αίθουσας στον Τελ’αράν’ριοντ. Εδώ, το στρεβλωμένο πέτρινο δαχτυλίδι, που το ένιωθε τόσο βαρύ για το μέγεθός του στον κανονικό κόσμο, φάνταζε αρκετά ελαφρύ, ώστε να ταλαντεύεται ανάμεσα στα στήθη της. Το φως ήταν άπλετο και φαινόταν να έρχεται από παντού και πουθενά. Δεν έμοιαζε με ηλιόφως ή με φως από φανούς, αλλά, ακόμα κι όταν εδώ ήταν νύχτα, το αλλόκοτο φως ήταν αρκετό για να βλέπεις. Όπως σε όνειρο. Η απανταχού παρούσα αίσθηση αόρατων ματιών που σε παρακολουθούν δεν είχε κάτι το ονειρικό —περισσότερο εφιαλτική ήταν— αλλά η Ηλαίην την είχε συνηθίσει.
Η Μεγάλη Αίθουσα φιλοξενούσε συνήθως μεγάλα ακροατήρια, ξένους πρέσβεις που τους δέχονταν με επισημότητες, σημαντικές διαπραγματεύσεις, κηρύξεις πολέμων που ανακοινώνονταν στους παρευρισκόμενους αξιωματούχους, και γενικά ο μακρόστενος χώρος ανταποκρινόταν στο όνομα και στη χρηστικότητά του. Άδεια από κόσμο, εκτός της Ηλαίην, φάνταζε σπηλαιώδης. Δύο σειρές από χοντρές λαμπερές άσπρες κολόνες, δέκα πιθαμές ύψος, ήταν παραταγμένες σε όλη την έκταση του δωματίου και, στη μία άκρη, ο Θρόνος του Λιονταριού στεκόταν σε ένα μαρμάρινο βάθρο, με πορφυρά χαλιά να σκαρφαλώνουν τα λευκά σκαλοπάτια, που ξεκινούσαν από τις ερυθρόλευκες πλάκες του δαπέδου. Ο θρόνος είχε το κατάλληλο μέγεθος για να κάθεται γυναίκα, αλλά έμοιαζε ογκώδης, έτσι όπως στηριζόταν στα βαριά, σκαλιστά κι επιχρυσωμένα λεοντοπόδαρα, με τις φεγγαρόπετρες που σχημάτιζαν το Λευκό Λιοντάρι να ξεχωρίζουν, με φόντο τα ρουμπίνια στην κορυφή της υψηλής ράχης, που υποδήλωνε στον καθένα πως όποιος καθόταν εδώ κυβερνούσε ένα πανίσχυρο έθνος. Από τα τεράστια, πολύχρωμα παράθυρα, τοποθετημένα ψηλά, στην αψιδωτή οροφή, οι βασίλισσες που ίδρυσαν το Άντορ κοιτούσαν χαμηλά, με τις φιγούρες τους να εναλλάσσονται με το Λευκό Λιοντάρι και σκηνές από τις μάχες που είχαν δώσει για να χτίσουν το Άντορ και να το κάνουν από μια απλή πόλη στη διαλυμένη αυτοκρατορία του Άρτουρ του Γερακόφτερου ολόκληρο έθνος. Αρκετές χώρες απ’ όσες είχαν ξεπηδήσει έπειτα από τον Εκατονταετή Πόλεμο δεν υπήρχαν πια, ωστόσο το Άντορ είχε επιζήσει για χίλια χρόνια κι ευημερούσε. Υπήρχαν φορές που η Ηλαίην ένιωθε αυτές τις φιγούρες να την κρίνουν, να υπολογίζουν κατά πόσον ήταν ικανή να ακολουθήσει τα χνάρια τους.
Με το που βρέθηκε στη Μεγάλη Αίθουσα, εμφανίστηκε άλλη μία γυναίκα, καθισμένη στον Θρόνο του Λιονταριού, μια μαυρομάλλα νεαρή με χυτό φόρεμα από κόκκινο μετάξι, κεντητό με ασημένια λιοντάρια στα μανίκια και στο στρίφωμα, με ένα νήμα φλογοσταγόνες μεγάλες σαν αυγά περιστεριού γύρω από τον λαιμό της και με το Ρόδινο Στέμμα να αναπαύεται στο κεφάλι της. Ατένιζε ηγεμονικά την Αίθουσα, με το ένα της χέρι ακουμπισμένο ανάλαφρα στο μπράτσο με τις λεοντοκεφαλές. Έπειτα, η ματιά της έπεσε πάνω στην Ηλαίην και κάτι σαν αναγνώριση ανακατεμένη με σύγχυση φάνηκε στη ματιά της. Το στέμμα, οι φλογοσταγόνες και τα μετάξια χάθηκαν κι αντικαταστάθηκαν από ένα απλό μάλλινο φόρεμα και μια μακριά ποδιά. Μια στιγμή αργότερα, εξαφανίστηκε κι η ίδια η γυναίκα.
Η Ηλαίην χαμογέλασε σαν να διασκέδαζε. Ακόμα κι οι λαντζιέρηδες ονειρεύονταν να καθίσουν στον Θρόνο του Λιονταριού. Ήλπιζε η νεαρή γυναίκα να μην ξυπνούσε τρομαγμένη από το ξάφνιασμα ή, τουλάχιστον, να είχε μεταφερθεί σε ένα άλλο, πιο ευχάριστο όνειρο. Ένα όνειρο πιο ασφαλές από τον Τελ’αράν’ριοντ.