Выбрать главу

Υπήρχαν κι άλλα πράγματα στην αίθουσα του θρόνου που έμοιαζαν να αλλάζουν θέσεις. Οι περίτεχνα δουλεμένοι όρθιοι φανοί, που σχημάτιζαν σειρές σε όλο το μήκος του δωματίου, έμοιαζαν να δονούνται, με φόντο τους ψηλούς κίονες. Οι μεγάλες αψιδωτές πόρτες άνοιγαν κι έκλειναν στο ανοιγόκλεισμα του ματιού. Μόνο όσα πράγματα παρέμεναν ακίνητα σ’ ένα μέρος για κάμποση ώρα είχαν μια σταθερή και μόνιμη αντανάκλαση στον Κόσμο των Ονείρων.

Η Ηλαίην φαντάστηκε έναν όρθιο φανό, κι αυτός αμέσως υλοποιήθηκε μπρος της, αντανακλώντας το είδωλό της με το ψηλόλαιμο πράσινο μεταξωτό δουλεμένο με ασήμι κατά μήκος του μπούστου της, με σμαράγδια στ’ αυτιά και μερικά μικρότερα κοσμήματα πιασμένα στις χρυσοκόκκινες μπούκλες της. Έκανε τα σμαράγδια να χαθούν από τα μαλλιά της κι ένευσε. Μπορεί να ταίριαζαν σε μια Κόρη-Διάδοχο, αλλά δεν ήταν πολύ φανταχτερά. Έπρεπε να προσέχει κανείς πώς φανταζόταν τον εαυτό του σε αυτό το μέρος, αλλιώς... Η σεμνή εσθήτα από πράσινο μετάξι μεταμορφώθηκε στα συμμαζεμένα και στενά στριφώματα μιας τυπικής Ταραμπονέζικης εσθήτας, κι έπειτα τα ρούχα άλλαξαν πάλι σε σκούρα φαρδιά παντελόνια των Θαλασσινών, ενώ η Ηλαίην πρόσεξε πως ήταν ξυπόλητη και γεμάτη χρυσά σκουλαρίκια, κρίκους στη μύτη, αλυσίδες που υπερχείλιζαν από μενταγιόν, ακόμα και μαύρα τατουάζ πάνω στα χέρια της. Χωρίς όμως μπλούζα, ακριβώς όπως ήταν οι Άθα’αν Μιέρε στη θάλασσα. Αισθάνθηκε να αναψοκοκκινίζει, και βιαστικά επανάφερε την προηγούμενη κατάσταση, αλλά άλλαξε τα σμαραγδένια σκουλαρίκια σε απλούς ασημένιους κρίκους. Όσο πιο απλό φανταζόσουν τον ρουχισμό σου, τόσο πιο εύκολο ήταν να τον διατηρήσεις.

Κάνοντας τον όρθιο φανό να εξαφανιστεί —απλώς έπαψε να συγκεντρώνεται επάνω του— κοίταξε αυτά τα αυστηρά πρόσωπα πάνω από το κεφάλι της. «Γυναίκες νεαρές όσο κι εγώ πήραν τον θρόνο κατά καιρούς», τους είπε. Δεν ήταν και πολλές, δηλαδή, μονάχα εφτά που κατάφεραν να φορέσουν το Ρόδινο Στέμμα για αρκετό καιρό. «Και γυναίκες νεότερες από μένα». Τρεις μονάχα. Κι η μία από αυτές μόλις που κράτησε ένα χρόνο. «Δεν ισχυρίζομαι πως μπορώ να σας φτάσω στη μεγαλοσύνη, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να σας ντροπιάσω. Θα είμαι καλή βασίλισσα».

«Μιλάς στα παράθυρα;» είπε η Νυνάβε, αναγκάζοντας την Ηλαίην να αναπηδήσει ξαφνιασμένη. Χρησιμοποιώντας ένα αντίγραφο του δαχτυλιδιού που η Ηλαίην δεν αποχωριζόταν, έμοιαζε ομιχλώδης, διάφανη σχεδόν. Με βλέμμα βλοσυρό, προσπάθησε να προχωρήσει προς την Ηλαίην, αλλά παραπάτησε και κόντεψε να μπερδέψει τα πόδια της στον ποδόγυρο του σκούρου μπλε Ταραμπονέζικου φορέματος, που ήταν πολύ πιο στενό από αυτό που είχε φανταστεί η Ηλαίην πάνω στο κορμί της. Η Νυνάβε το κοίταξε με ανοικτό το στόμα, κι αυτό ξαφνικά έγινε Αντορινή, μεταξωτή εσθήτα στο ίδιο χρώμα, με κεντητό χρυσάφι στα μανίκια και στην κορυφή του μπούστου. Εξακολουθούσε να επιμένει ότι το κατάλληλο φόρεμα γι’ αυτήν ήταν το «καλό και γερό μάλλινο των Δύο Ποταμών», αλλά ακόμα κι εδώ, που αν ήθελε, θα μπορούσε να το φοράει, δεν το έκανε σχεδόν ποτέ.

«Τι έβαλες μέσα σ’ εκείνο το κρασί, Νυνάβε;» ρώτησε η Ηλαίην. «Ένιωσα να σβήνω σαν κεράκι».

«Μην πας να αλλάξεις θέμα τώρα. Αν όντως μιλάς στα παράθυρα, θα έπρεπε πράγματι να κοιμάσαι αντί να είσαι εδώ. Έτοιμη είμαι να σε διατάξω...»

«Όχι, σε παρακαλώ. Δεν είμαι η Βαντέν, Νυνάβε. Μα το Φως, δεν ξέρω ούτε τα μισά έθιμα από αυτά που η Βαντέν κι οι υπόλοιπες παίρνουν τοις μετρητοίς. Θα προτιμούσα όμως να μη σε παρακούσω, οπότε σταμάτα».

Η Νυνάβε την κοίταξε βλοσυρά και τράβηξε κάπως άγρια την πλεξούδα της. Οι λεπτομέρειες των ρούχων της άλλαζαν διαρκώς, οι φούστες γίνονταν κάπως πιο πλούσιες, τα σχέδια στα κεντήματα μεταβάλλονταν, ο ψηλός λαιμός κόνταινε και μετά ψήλωνε ξανά, ενώ ξεπηδούσαν δαντέλες. Απλώς, δεν ήταν και τόσο καλή στην απαιτούμενη συγκέντρωση. Το κόκκινο σημάδι στο μέτωπό της, πάντως, παρέμενε αναλλοίωτο.

«Πολύ καλά», είπε ήρεμα, και το κατσούφιασμα χάθηκε. Η εσάρπα με τα κίτρινα κρόσσια εμφανίστηκε στους ώμους της, ενώ στο πρόσωπό της φάνηκε κάτι από τη θαλερότητα των Άες Σεντάι. Τα μαλλιά στους κροτάφους της ήταν λευκά. Τα λόγια της, όμως, έρχονταν σε αντίθεση με την εμφάνιση και με τον μετρημένο τόνο της φωνής της. «Άσε να μιλήσω εγώ όταν εμφανιστεί η Εγκουέν. Εννοώ, σχετικά με τα σημερινά γεγονότα. Εσύ πάντα φλυαρείς αδιάφορα, λες και χτενίζετε η μία την άλλη για να πέσετε για ύπνο. Μα το Φως! Δεν θέλω να έρθει μαζί μου στην Άμερλιν, και ξέρεις καλά πως θα τα βάλει και με τις δυο μας, αν το ανακαλύψει».