Το κάθισμα της Νυνάβε εξαφανίστηκε δια μιας κι η ίδια έπεσε στο πάτωμα με έναν ηχηρό γδούπο. Δεν φάνηκε να δίνει ιδιαίτερη σημασία, απλώς καθόταν εκεί και κοιτούσε έκπληκτη την Εγκουέν. «Η Σαρίνα Μελόι;» ρώτησε με φωνή που έτρεμε. «Μαθητευόμενη είναι;» Το στυλ του φορέματος της ήταν άγνωστο στην Ηλαίην, με χυτά μανίκια κι ένα βαθύ, κοίλο ντεκολτέ, δουλεμένο με κεντητά λουλούδια και μικρά μαργαριτάρια. Τα μαλλιά της ξεχύνονταν έως τη μέση της, κρατημένα από έναν σινιόν με φεγγαρόπετρες και ζαφείρια σε χρυσά συρματάκια, όχι παχύτερα από κλωστές. Στον αριστερό δείκτη της υπήρχε δεμένη μια χρυσή ταινία. Μονάχα το κι’σάιν και το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό παρέμεναν ίδια.
Η Εγκουέν βλεφάρισε. «Πού ξέρεις το όνομα;»
Η Νυνάβε σηκώθηκε όρθια και κοίταξε το φόρεμά της. Ανασήκωσε το αριστερό της χέρι κι άγγιξε σχεδόν διστακτικά το απλό χρυσό δαχτυλίδι. Παραδόξως, τα άφησε όλα ως είχαν. «Ίσως δεν είναι η ίδια γυναίκα», μουρμούρισε. «Δεν μπορεί!» Φτιάχνοντας άλλο ένα κάθισμα παρόμοιο με της Εγκουέν, το κοίταξε βλοσυρά, λες και το πρόσταζε να μείνει σταθερό, αλλά μόλις κάθισε, αυτό απέκτησε και πάλι μια ψηλή, σκαλιστή ράχη. «Υπήρχε μια Σαρίνα Μελόι... Ήταν την εποχή που έδινα εξετάσεις για Αποδεχθείσα», είπε βιαστικά. «Δεν είμαι αναγκασμένη να μιλήσω γι’ αυτό. Είναι νόμος!»
«Φυσικά κι όχι», είπε η Εγκουέν, μολονότι το βλέμμα που έριξε στη Νυνάβε ήταν εξίσου παράξενο με αυτό της Ηλαίην. Ωστόσο, τι άλλο να έκανε; Όταν η Νυνάβε πείσμωνε, ήταν χειρότερη κι από μουλάρι.
«Μια κι ανέφερες το Σόι, Εγκουέν», είπε η Ηλαίην, «σκέφτηκες τίποτε άλλο σχετικά με τη Ράβδο των Όρκων;»
Η Εγκουέν ανασήκωσε το χέρι της, σαν να ήθελε να την κάνει να πάψει, αλλά η απάντησή της ήταν ήρεμη κι ισορροπημένη. «Δεν χρειάζεται να σκεφτείς τίποτε άλλο, Ηλαίην. Οι Τρεις Όρκοι που πήραμε στη Ράβδο είναι αυτοί που μας κάνουν Άες Σεντάι. Στην αρχή, δεν το κατάλαβα, τώρα όμως το συνειδητοποιώ. Την πρώτη κιόλας μέρα που θα μας ανήκει ο Πύργος, θα πάρω τους Τρεις Όρκους στη Ράβδο».
«Αυτό είναι τρέλα!» ξέσπασε η Νυνάβε, γέρνοντας πάνω στο κάθισμά της. Παραδόξως, και το κάθισμα και το φόρεμά της παρέμειναν αναλλοίωτα. Τα χέρια της είχαν γίνει γροθιές, που αναπαύονταν πάνω στα γόνατα της. «Ξέρεις τι επίδραση έχει. Η απόδειξη είναι το ίδιο το Σόι! Πόσες Άες Σεντάι ξεπερνούν τα τριακόσια; Πόσες τα φτάνουν καν; Μη μου λες εμένα ότι δεν πρέπει να αναφέρω θέματα ηλικίας. Πρόκειται για ένα γελοίο έθιμο, και το ξέρεις πολύ καλά. Εγκουέν, η Ρεάνε ονομάστηκε Πρεσβύτερη, επειδή ήταν η γηραιότερη γυναίκα του Σογιού σε ολόκληρο το Έμπου Νταρ. Η γηραιότερη απ’ όλες είναι μια γυναίκα ονόματι Αλοΐσια Νεμόσνι, λαδέμπορος στο Δάκρυ. Εγκουέν, είναι σχεδόν... εξακοσίων! Άμα το ακούσει αυτό η Αίθουσα, στοιχηματίζω πως θα βάλουν τη Ράβδο των Όρκων στο ράφι».
«Το Φως μόνο ξέρει πόσο μεγάλο διάστημα είναι τριακόσια χρόνια», παρενέβη η Ηλαίην, «αλλά δεν θα έλεγα πως χαίρομαι στην προοπτική να κόψω τη ζωή μου στα δύο, Εγκουέν. Τι σκέφτεσαι να κάνεις σχετικά με τη Ράβδο των Όρκων και την υπόσχεση που έδωσες στο Σόι; Η Ρεάνε επιθυμεί διακαώς να γίνει Άες Σεντάι, αλλά τι θα γίνει όταν πάρει τον όρκο; Κι η Αλοΐσια; Μήπως πέσει ξερή; Δεν μπορείς να τους ζητήσεις να ορκιστούν, ειδικά όταν ξέρεις περί τίνος πρόκειται».
«Δεν ζητάω τίποτα». Το πρόσωπο της Εγκουέν εξακολουθούσε να είναι χαλαρό, αλλά είχε ισιώσει την πλάτη της κι η φωνή της είχε γίνει ψυχρή και σκληρή. Το βλέμμα της ήταν διεισδυτικό σαν τρυπάνι. «Κάθε γυναίκα που θέλει να γίνει αδελφή, πρέπει να ορκιστεί. Και καθεμία που αρνείται να το κάνει, συνεχίζοντας να αυτοαποκαλείται Άες Σεντάι, θα νιώσει στο πετσί της τη δικαιοσύνη του Πύργου».
Η Ηλαίην ξεροκατάπιε αντικρίζοντας αυτό το σταθερό βλέμμα. Το πρόσωπο της Νυνάβε χλώμιασε. Δεν υπήρχε περίπτωση να παρερμηνεύσει το νόημα των λόγων της Εγκουέν. Ήταν λόγια που δεν προέρχονταν από φίλη αλλά από την ίδια την Έδρα της Άμερλιν, η οποία δεν λογάριαζε φιλίες όταν επρόκειτο να βγάλει την ετυμηγορία της.
Προφανώς ικανοποιημένη με αυτό που είδε στα πρόσωπά τους, η Εγκουέν χαλάρωσε. «Έχω επίγνωση του προβλήματος», είπε με πιο φυσικό τόνο στη φωνή της. Πιο φυσικό μεν, αλλά χωρίς να σηκώνει αντιρρήσεις. «Περιμένω από κάθε γυναίκα, που το όνομά της βρίσκεται καταχωρισμένο στο βιβλίο των μαθητευομένων, να φτάσει όσο πιο μακριά μπορεί, να κερδίσει το επώμιο αν γίνεται, να υπηρετήσει ως Άες Σεντάι, αλλά δεν θα ήθελα να πεθάνει καμιά σας. Από τη στιγμή που η Αίθουσα θα πληροφορηθεί για την ύπαρξη του Σογιού —κι όταν θα ηρεμήσουν από το αρχικό ξέσπασμα— νομίζω πως μπορώ να καταφέρω να συμφωνήσουν ότι, αν μια αδελφή επιθυμεί να αποσυρθεί, μπορεί να το κάνει όποτε θέλει, και μάλιστα με άρση των Όρκων». Είχαν από καιρό αποφασίσει ότι η Ράβδος μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο για να αποδεσμεύει, όσο και για να δεσμεύσει, ειδάλλως πώς ήταν δυνατόν να ψεύδονται οι Μαύρες αδελφές;