«Το θεωρώ μάλλον σωστό», παρενέβη συνετά η Νυνάβε. Η Ηλαίην απλώς ένευσε. Ήταν σίγουρη πως το θέμα δεν τελείωνε εδώ.
«Αποσύρσου στο Σόι, Νυνάβε», είπε ήσυχα η Εγκουέν. «Με αυτόν τον τρόπο, το Σόι δεσμεύεται με τον Πύργο. Φυσικά, στο Σόι θα διατηρήσουν τα δικά τους τυπικά, τις Αρχές τους, αλλά θα πρέπει να συμφωνήσουν πως ο Πλεχτός Κύκλος τους είναι κατώτερος της Άμερλιν, αν όχι και της Αίθουσας, κι ότι οι γυναίκες του Σογιού είναι κατώτερες των αδελφών. Πολύ θα ήθελα να αποτελέσουν κομμάτι του Πύργου και να μην τραβήξουν τον δικό τους δρόμο. Πιστεύω, πάντως, πως θα δεχτούν».
Η Νυνάβε ένευσε κεφάτα, αλλά το χαμόγελό της έσβησε μόλις συνειδητοποίησε τι σήμαιναν τα λόγια της. Άρχισε να μιλάει ακατάληπτα και συγχυσμένα. «Μα...! Στο Σόι υπάρχει ηλικιακή διαφορά! Οι αδελφές θα παίρνουν διαταγές από γυναίκες που δεν έχουν φθάσει καν στην ηλικία να γίνουν Αποδεχθείσες!»
«Πρώην αδελφές, Νυνάβε». Η Εγκουέν ψηλάφισε το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό στο δεξί της χέρι κι αναστέναξε αδιόρατα. «Ακόμα κι οι γυναίκες του Σογιού που κερδίζουν το δαχτυλίδι, δεν το φορούν. Έτσι, θα χρειαστεί να τα παρατήσουμε. Από δω κι εμπρός, θα είμαστε γυναίκες του Σογιού, Νυνάβε, όχι Άες Σεντάι». Τα λόγια της ηχούσαν λες κι ήδη ένιωθε αυτή τη μακρινή μέρα, τη μακρινή αυτή απώλεια, αλλά τράβηξε το χέρι της από το δαχτυλίδι και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Λοιπόν. Κάτι άλλο; Η νύχτα είναι μπροστά μου ακόμα και θα ήθελα να κοιμηθώ λιγάκι, πριν έρθω ξανά πρόσωπο με πρόσωπο με τις Καθήμενες».
Η Νυνάβε, συνοφρυωμένη, είχε σφίξει τη γροθιά της, ακουμπώντας το άλλο της χέρι από πάνω για να καλύψει τα δαχτυλίδια της, αλλά φαίνεται πως δεν είχε πια όρεξη να τσακώνεται σχετικά με το Σόι. Προς το παρόν, τουλάχιστον. «Σε τυραννούν ακόμα οι πονοκέφαλοι; Αν αυτή η γυναίκα έκανε όντως καλές μαλάξεις, θα σου είχαν περάσει».
«Οι μαλάξεις της Χάλιμα κάνουν θαύματα, Νυνάβε. Χωρίς αυτή, δεν μπορώ καν να κοιμηθώ. Λοιπόν, θα...;» Η πρότασή της κόπηκε, γιατί κοίταξε προς την είσοδο του δωματίου του θρόνου, κι η Ηλαίην στράφηκε να δει με τη σειρά της.
Ένας άντρας στεκόταν εκεί και τις παρακολουθούσε, ψηλός σαν Αελίτης, με σκουροκόκκινα μαλλιά κι αδιόρατες, λευκές λωρίδες, αν και το ψηλόλαιμο, γαλάζιο πανωφόρι του δεν θα φοριόταν ποτέ από Αελίτη. Έμοιαζε μυώδης και το σκληρό του πρόσωπο φάνταζε κάπως οικείο. Μόλις τις πρόσεξε να τον κοιτάνε, γύρισε κι άρχισε να τρέχει στον διάδρομο. Σύντομα, τον έχασαν από τα μάτια τους.
Για μια στιγμή, η Ηλαίην έμεινε με το στόμα ανοικτό. Δεν ήταν τυχαίο ότι τον είχε ονειρευτεί στον Τελ’αράν’ριοντ, ειδάλλως θα είχε εξαφανιστεί αμέσως. Ωστόσο, άκουγε ακόμα τον ήχο από τις μπότες του, δυνατό πάνω στα πλακάκια του δαπέδου. Ή επρόκειτο για ονειροβάτη —κάτι σπάνιο για τους άντρες, έτσι τουλάχιστον έλεγαν οι Σοφές— ή ο άντρας είχε δικό του τερ’ανγκριάλ.
Όρμησε μπροστά κι άρχισε να τον κυνηγάει, αλλά όσο γρήγορη κι αν ήταν, η Εγκουέν ήταν γρηγορότερη. Τη μια στιγμή η Εγκουέν βρισκόταν πίσω της και την επόμενη στεκόταν στην είσοδο, ατενίζοντας προς την κατεύθυνση που είχε χαθεί ο άντρας. Η Ηλαίην πάσχισε να φανταστεί τον εαυτό της να στέκεται πλάι στην Εγκουέν, και τα κατάφερε. Ο διάδρομος ήταν τώρα σιωπηλός κι άδειος, εκτός από τους όρθιους φανούς, τα κιβώτια και τις ταπετσαρίες, τα οποία τρεμόσβηναν κι άλλαζαν θέσεις.
«Πώς το έκανες αυτό;» ρώτησε απαιτητικά η Νυνάβε, κι άρχισε να τρέχει, με τη φούστα της ανασηκωμένη πάνω από τα γόνατά της. Οι κάλτσες της ήταν από κόκκινο μετάξι! Αφήνοντας βιαστικά τη φούστα να πέσει μόλις αντιλήφθηκε πως η Ηλαίην είχε προσέξει τις κάλτσες της, κοίταξε πάνω κάτω στον διάδρομο. «Πού πήγε; Ίσως τα άκουσε όλα! Τον αναγνώρισες; Κάποιον μου θύμισε, αλλά δεν ξέρω ποιον».
«Τον Ραντ», είπε η Εγκουέν. «Θα μπορούσε να είναι ο θείος του».
Φυσικά, αναλογίστηκε η Ηλαίην. Αν ο Ραντ είχε έναν μοχθηρό θείο.
Ένας μεταλλικός κρότος αντήχησε από την άλλη άκρη του δωματίου του θρόνου. Ήταν οι πόρτες του δωματίου ιματισμού, πίσω από το βάθρο, που έκλειναν. Στον Τελ’αράν’ριοντ οι πόρτες ήταν ανοικτές, κλειστές ή κάτι ενδιάμεσο, αλλά ποτέ δεν έκλειναν ερμητικά.