Выбрать главу

«Μα το Φως!» μουρμούρισε η Νυνάβε. «Πόσος κόσμος πια κρυψακούει; Άσε το ποιοι είναι και γιατί το κάνουν».

«Όποιοι κι αν είναι», αποκρίθηκε ήρεμα η Εγκουέν, «ολοφάνερα δεν γνωρίζουν τόσο καλά όσο εμείς τον Τελ’αράν’ριοντ. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται για φίλους, αλλιώς δεν θα κρυφάκουγαν. Πιθανόν να μην είναι και μεταξύ τους φίλοι, αλλιώς για ποιο λόγο να ακούνε από διαφορετικές μεριές του δωματίου; Ο άντρας αυτός φορούσε Σιναρανό πανωφόρι. Στον στρατό μου υπάρχουν αρκετοί Σιναρανοί, αλλά νομίζω πως όλες σας τους ξέρετε καλά. Κανείς τους δεν μοιάζει με τον Ραντ».

Η Νυνάβε ρουθούνισε. «Τέλος πάντων, όποιος κι αν ήταν, γεγονός είναι πως αρκετός κόσμος κρυφακούει στις γωνίες. Αυτό νομίζω εγώ. Θέλω να επιστρέψω στο σώμα μου, όπου η μόνη μου έγνοια είναι οι κατάσκοποι και τα φαρμακερά μαχαίρια».

Σιναρανοί, σκέφτηκε η Ηλαίην. Μεθορίτες. Πώς ήταν δυνατόν να της διαφύγει κάτι τέτοιο; Βέβαια, υπήρχε κι αυτό το προβληματάκι με τη διχαλόριζα. «Υπάρχει και κάτι άλλο», είπε δυνατά, με φωνή επιφυλακτική, που ήλπιζε να μην ακουστεί πολύ μακρύτερα, κι άρχισε να αφηγείται τα νέα που της είχε φέρει η Ντυέλιν σχετικά με τους Μεθορίτες στο Δάσος Μπρημ. Πρόσθεσε την ανταπόκριση του Αφέντη Νόρυ, προσπαθώντας ταυτοχρόνως να παρακολουθεί και τη μία μεριά κατά μήκος του διαδρόμου και το δωμάτιο του θρόνου. Δεν είχε καμιά όρεξη να την πιάσει στον ύπνο κι άλλος κατάσκοπος. «Πιστεύω πως και οι τέσσερις αυτοί κυβερνήτες βρίσκονται στο δάσος Μπρημ», ολοκλήρωσε την πρότασή της.

«Ο Ραντ», είπε η Εγκουέν ξεφυσώντας, κι ο τόνος της φωνής της έμοιαζε οργισμένος. «Ακόμα κι όταν είναι άφαντος, έχει την ικανότητα να περιπλέκει τα πράγματα. Έχεις καθόλου ιδέα αν ήρθαν για να του ομολογήσουν υποταγή ή για να προσπαθήσουν να τον παραδώσουν στην Ελάιντα; Δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιον άλλο λόγο που θα τους έκανε να διανύσουν χίλιες λεύγες. Οι σόλες τους θα είναι τόσο φθαρμένες, που θα τις βράζουν για να φτιάξουν σούπα! Μπορείς να φανταστείς πόσο δύσκολο είναι να εφοδιάζεις έναν προελαύνοντα στρατό;»

«Νομίζω πως μπορώ να βρω μια άκρη, είπε η Ηλαίην. «Εννοώ ως προς το γιατί. Ταυτόχρονα, όμως... Μου έδωσες μια ιδέα, Εγκουέν». Δεν κατάφερε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο. Να και κάτι καλό σήμερα. «Ίσως θα μπορούσα να τους χρησιμοποιήσω, για να εξασφαλίσω τον Θρόνο του Λιονταριού».

Η Άσνι κοίταξε εξεταστικά το ψηλό τελάρο κεντήματος μπροστά της κι άφησε έναν αναστεναγμό, που μεταβλήθηκε σε χασμουρητό. Το φως από τους φανούς που τρεμόπαιζαν ήταν αμυδρό, αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που τα πουλιά στο ύφασμα έμοιαζαν να γέρνουν μονόμπαντα. Ήθελε όσο τίποτα άλλο να βρίσκεται στο κρεβάτι της, κι άλλωστε περιφρονούσε τα κεντήματα. Όμως, έπρεπε να είναι ξύπνια, κι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να αποφύγει τη συζήτηση με την Τσέσμαλ. Ή, τουλάχιστον, αυτό που η Τσέσμαλ αποκαλούσε συζήτηση. Η αυτάρεσκη κι αλαζονική Κίτρινη ήταν απασχολημένη με το κέντημά της, στην απέναντι μεριά του δωματίου, και θεωρούσε δεδομένο πως όποια ασχολούνταν με τη βελόνα, έπρεπε αναγκαστικά να έχει και το ανάλογο ενδιαφέρον με την ίδια. Από την άλλη, η Άσνι ήξερε καλά πως, από τη στιγμή που θα σηκωνόταν από το κάθισμά της, η Τσέσμαλ θα άρχιζε να τη βομβαρδίζει με ιστορίες τού πόσο σημαντική ήταν. Στους μήνες που ακολούθησαν μετά την εξαφάνιση της Μογκέντιεν, είχε ακούσει την εκδοχή της Τσέσμαλ ως προς την ανάκριση στην οποία υπέβαλε την Τάμρα Οσπένια πάνω από είκοσι φορές, και πάνω από πενήντα φορές τής είχε διηγηθεί πώς προέτρεψε τις Κόκκινες να δολοφονήσουν τη Σίεριν Βαϊού πριν αυτή προλάβει να διατάξει τη σύλληψη της! Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Τσέσμαλ, η ίδια είχε σώσει ολομόναχη το Μαύρο Άτζα, κάτι που δεν παρέλειπε να τονίσει με την πρώτη ευκαιρία. Συζητήσεις τέτοιου είδους δεν ήταν μόνο βαρετές αλλά κι επικίνδυνες, ίσως και καταστροφικές, αν μαθευόταν κάτι στο Ανώτατο Συμβούλιο. Έτσι, η Άσνι κατέπνιξε άλλο ένα χασμουρητό, κοίταξε κάπως αλλήθωρα το κέντημά της κι έσπρωξε τη βελόνα μέσα από το σφιχτά τεντωμένο λινό. Ίσως αν κατάφερνε να φτιάξει λίγο μεγαλύτερο το κοκκινοπούλι, να εξισορροπούσε καλύτερα και τις φτερούγες του.

Ο ξερός, μεταλλικός ήχος του μάνταλου της πόρτας ανάγκασε τις δύο γυναίκες να ανασηκώσουν τα κεφάλια τους. Οι δύο υπηρέτες ήξεραν πως δεν έπρεπε με τίποτα να τις ενοχλήσουν, αλλά, όπως κι αν έχει, τόσο η γυναίκα όσο κι ο σύζυγός της θα κοιμούνταν σαν πουλάκια. Η Άσνι αγκάλιασε το σαϊντάρ, ετοιμάζοντας μια ύφανση που θα καψάλιζε τον εισβολέα μέχρι το κόκαλο, κι η λάμψη περικύκλωσε και την Τσέσμαλ. Αν από την πόρτα περνούσε λάθος πρόσωπο, θα το μετάνιωναν για όλη τους τη ζωή.