Выбрать главу

Ήταν η Έλντριθ, με γάντια στα χέρια και με τον μαύρο μανδύα να κρέμεται ακόμη από την πλάτη της. Το φόρεμα της πλαδαρής Καφετιάς ήταν επίσης μαύρο κι αστόλιστο. Στην Άσνι δεν άρεσε καθόλου να φοράει απλά μάλλινα ρούχα, αλλά ήταν απαραίτητο, για να μην τραβάει την προσοχή. Τα άχαρα ρούχα ταίριαζαν μια χαρά στην Έλντριθ.

Μόλις η γυναίκα τις πρόσεξε, σταμάτησε και βλεφάρισε, έχοντας μια φευγαλέα έκφραση σύγχυσης στο στρογγυλό της πρόσωπο. «Άει στο καλό», είπε. «Μα, ποιος νομίζατε ότι είναι;» Πετώντας τα γάντια στο μικρό τραπεζάκι δίπλα στην πόρτα, θυμήθηκε ότι φορούσε τον μανδύα και συνοφρυώθηκε, λες και μόλις είχε συνειδητοποιήσει πως τον είχε φορέσει επάνω. Ξεκουμπώνοντας προσεκτικά την ασημένια πόρπη στον λαιμό της, πέταξε το πανωφόρι σε ένα κάθισμα και το άφησε εκεί, κουβάρι.

Η λάμψη από το σαϊντάρ έσβησε αργά γύρω από την Τσέσμαλ, καθώς η γυναίκα άφησε στην άκρη το κέντημα για να σηκωθεί. Το αυστηρό της πρόσωπο την έκανε να φαίνεται ψηλότερη απ’ όσο ήταν, κι όντως ήταν ψηλή. Τα έντονα χρωματιστά λουλούδια που είχε κεντήσει, θα μπορούσαν κάλλιστα να φυτρώνουν σε κήπο. «Πού ήσουν;» ρώτησε απαιτητικά. Η Έλντριθ ήταν η ανώτερη ανάμεσά τους κι, επιπλέον, η Μογκέντιεν την είχε αφήσει υπεύθυνη, αλλά η Τσέσμαλ έβλεπε το θέμα κάπως επιπόλαια πλέον. «Υποτίθεται πως θα γύριζες το απόγευμα, κι ήδη είναι προχωρημένο βράδυ!»

«Ούτε που κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα, Τσέσμαλ», αποκρίθηκε η Έλντριθ αφηρημένα, χαμένη φαινομενικά στις σκέψεις της. «Πάει καιρός από την τελευταία φορά που βρέθηκα στο Κάεμλυν. Η Έσω Πόλη είναι εντυπωσιακή κι έφαγα ένα ωραιότατο γεύμα σε ένα πανδοχείο που θυμόμουν από παλιά. Αν και, θα πρέπει να πω, οι αδελφές ήταν πολύ λιγότερες τότε. Πάντως, καμία δεν με αναγνώρισε». Έριξε μια ματιά στην πόρπη της, σαν να αναρωτιόταν από που την είχε πάρει, κι έπειτα την έχωσε στο σακίδιο που είχε περασμένο στη ζώνη της.

«Δεν κατάλαβες πώς πέρασε η ώρα», είπε με επίπεδη φωνή η Τσέσμαλ, σταυρώνοντας τα δάχτυλά της στη μέση της, μάλλον για να μην τα αφήσει να τυλιχτούν γύρω από τον λαιμό της Έλντριθ. Τα μάτια της λαμπύριζαν από οργή. «Δεν κατάλαβες, ε;»

Η Έλντριθ βλεφάρισε ακόμα μια φορά, λες και ξαφνιάστηκε που η γυναίκα απευθυνόταν σε εκείνη. «Α, φοβήθηκες μπας και συνάντησα ξανά τον Κένιτ; Σε διαβεβαιώνω πως, από τη Σαμάρα και μετά, είμαι ιδιαίτερα προσεκτική στο να διατηρώ καλυμμένο τον δεσμό».

Ώρες-ώρες, η Άσνι αναρωτιόταν πόσες από αυτές τις κραυγαλέες αοριστίες της Έλντριθ έκρυβαν κάποια αλήθεια. Καμιά αδελφή τόσο ανήξερη δεν θα μπορούσε να επιβιώσει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Από την άλλη, δεν ήταν αρκούντως προσηλωμένη, με αποτέλεσμα η κάλυψη της να έχει ξεγλιστρήσει περισσότερες από μία φορές πριν ακόμα φτάσουν στη Σαμάρα, με κίνδυνο να την εντοπίσει ο Πρόμαχός της. Υπάκουες καθώς ήταν στις εντολές της Μογκέντιεν να περιμένουν την επιστροφή της, είχαν κρυφτεί μέσα στην οχλαγωγία που ακολούθησε την αναχώρηση της, και περίμεναν όσο ο αυτοαποκαλούμενος όχλος του Προφήτη ξεχυνόταν νότια, στην Αμαδισία, παραμένοντας σε αυτή την άθλια κι ερειπωμένη πόλη, ακόμα κι όταν η Άσνι πείστηκε πως η Μογκέντιεν τις είχε εγκαταλείψει οριστικά. Τα χείλη της σούφρωσαν στη θύμηση. Αυτό που πυροδότησε την απόφασή τους να φύγουν ήταν η άφιξη του Κένιτ της Έλντριθ, ο οποίος ήταν σίγουρος πως η γυναίκα ήταν δολοφόνος, πεπεισμένος σχεδόν πως ανήκε στο Μαύρο Άτζα κι αποφασισμένος να τη σκοτώσει, ανεξαρτήτως συνεπειών. Δεν ήταν να απορεί κανείς που η ίδια δεν είχε καμιά διάθεση να αντιμετωπίσει αυτές τις συνέπειες κι αρνούνταν να αφήσει τον οποιονδήποτε να σκοτώσει τον άντρα. Η μόνη εναλλακτική λύση ήταν να το σκάσει. Ωστόσο, η Έλντριθ ήταν αυτή που είχε υποδείξει το Κάεμλυν ως τη μοναδική τους ελπίδα.

«Έμαθες τίποτα, Έλντριθ;» ρώτησε ευγενικά η Άσνι. Η Τσέσμαλ ήταν ανόητη. Όσο κουρελιασμένος κι αν έμοιαζε ο κόσμος προς το παρόν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τα πράγματα θα διορθώνονταν.

«Τι πράγμα; Α! Μονάχα πως η πιπεράτη σάλτσα δεν είναι πια τόσο καλή όσο θυμόμουν. Βέβαια, μιλάμε για πενήντα χρόνια πριν».

Η Άσνι κατέπνιξε έναν αναστεναγμό απόγνωσης. Ίσως, σε τελική ανάλυση, να είχε έρθει η ώρα για να συμβεί ένα μικρό ατύχημα στην Έλντριθ.

Η πόρτα άνοιξε κι η Τεμάιλε γλίστρησε στο δωμάτιο τόσο σιωπηλά, ώστε όλες κατελήφθησαν εξαπίνης. Η μικροσκοπική Γκρίζα με την αλεπουδίσια φάτσα είχε ρίξει στους ώμους της ένα χιτώνιο κεντημένο με λιοντάρια, το οποίο έχασκε στο μπροστινό μέρος, αποκαλύπτοντας ένα κρεμ μεταξωτό νυχτικό, που είχε πάρει με κάπως άσεμνο τρόπο το καλούπι του κορμιού της. Σκεπασμένο κάτω από το ένα της χέρι, κουβαλούσε ένα βραχιόλι φτιαγμένο από διαπλεκόμενους γυάλινους κρίκους. Έμοιαζαν γυάλινοι στο άγγιγμα, τουλάχιστον, αλλά ακόμα κι ένα σφυρί δεν θα μπορούσε να τους αποσπάσει ούτε κομματάκι.