«Είχες πάει στον Τελ’αράν’ριοντ», είπε η Έλντριθ, κοιτώντας συνοφρυωμένη το τερ’ανγκριάλ. Ωστόσο, δεν μιλούσε σθεναρά. Όλες φοβούνταν κάπως την Τεμάιλε, από τότε που η Μογκέντιεν τις είχε αναγκάσει να την παρακολουθήσουν να υποβάλλει σε φριχτά μαρτύρια τη Λίαντριν. Η Άσνι δεν μπορούσε να υπολογίσει πια πόσες φορές είχε σκοτώσει ή βασανίσει στα εκατόν τριάντα και πλέον χρόνια, από τότε που κέρδισε το επώμιο, αλλά σπάνια τύχαινε να δει κάποια τόσο... ενθουσιώδη... όσο η Τεμάιλε. Η Τσέσμαλ παρακολουθούσε την Τεμάιλε προσποιούμενη πως κοιτάει αλλού, χωρίς να συνειδητοποιεί προφανώς ότι έγλειφε τα χείλη της νευρικά. Η Άσνι έβαλε βιαστικά τη γλώσσα πίσω από τα δόντια της, ελπίζοντας πως καμιά δεν είχε παρατηρήσει τίποτα. Η Έλντριθ πάντως, σίγουρα δεν είχε προσέξει το παραμικρό. «Συμφωνήσαμε να μην τα χρησιμοποιήσουμε αυτά», είπε, ικετεύοντας σχεδόν. «Είμαι σίγουρη πως ήταν η Νυνάβε αυτή που έκανε κακό στη Μογκέντιεν, κι αν στον Τελ’αράν’ριοντ είναι καλύτερη από έναν Εκλεκτό, τότε τι πιθανότητες έχουμε;» Βηματίζοντας τριγύρω από τις υπόλοιπες, αποπειράθηκε να δώσει έναν κατηγορητικό τόνο στη φωνή της. «Το ξέρατε εσείς οι δύο;» Είχε καταφέρει να φανεί οξύθυμη.
Το αγανακτισμένο βλέμμα της Τσέσμαλ συνάντησε αυτό της Έλντριθ, ενώ η Άσνι προσποιήθηκε αθωότητα κι έκπληξη ακούγοντας τα νέα. Φυσικά, το ήξεραν, αλλά ποια τολμούσε να σταθεί απέναντι στην Τεμάιλε; Αμφέβαλλε πολύ αν η Έλντριθ θα έκανε κάτι παραπάνω από μια απλή διαμαρτυρία, αν ήταν εκεί.
Η Τεμάιλε γνώριζε επακριβώς την επίδραση της επάνω τους. Θα έπρεπε να έχει χαμηλώσει το κεφάλι στην επίπληξη της Έλντριθ, έτσι μικρόψυχη που ήταν, και να ζητήσει συγγνώμη που δεν ακολούθησε τις επιθυμίες της. Αντί γι’ αυτό, όμως, χαμογέλασε, ένα χαμόγελο που δεν έφτασε ποτέ μέχρι τα μεγάλα, σκοτεινά κι εξαιρετικά λαμπερά μάτια της. «Είχες δίκιο, Έλντριθ. Δίκιο ότι η Ηλαίην θα ερχόταν έως εδώ παρέα με τη Νυνάβε, απ’ ό,τι φαίνεται. Αυτές πάνε μαζί, κι είναι ολοφάνερο πως βρίσκονται εντός του Παλατιού».
«Ναι», είπε η Έλντριθ, στριφογυρίζοντας ελαφρά κάτω από το βλέμμα της Τεμάιλε. «Λοιπόν». Αυτή τη φορά, ήταν αυτή που έγλειφε τα χείλη της κι άλλαζε διαρκώς θέση στα πόδια της. «Ακόμα κι έτσι, μέχρι να δούμε πώς θα τις προσεγγίσουμε, περνώντας μέσα από όλες αυτές τις αδέσποτες...»
«Είναι αδέσποτες, Έλντριθ». Η Τεμάιλε κάθισε βαριά σε μια καρέκλα, με τα πόδια απλωμένα φαρδιά-πλατιά, κι ο τόνος της φωνής της σκλήρυνε· όχι αρκετά, ώστε να φανεί εξουσιαστικός, αλλά ήταν κάτι παραπάνω από σταθερός. «Μόνο τρεις αδελφές αποτελούν πρόβλημα, και δεν είναι δύσκολο να τις ξεφορτωθούμε. Μπορούμε να βάλουμε στη συμφωνία τη Νυνάβε, ίσως και την Ηλαίην». Έξαφνα, έγειρε μπροστά, με τα χέρια ακουμπισμένα στα μπράτσα της καρέκλας. Άσχετα με το τσαπατσούλικο ντύσιμο, δεν είχε επάνω της ίχνος νωθρότητας. Η Έλντριθ έκανε πίσω, λες και την έσπρωξε το ίδιο το βλέμμα της Τεμάιλε. «Αλλιώς, γιατί βρισκόμαστε εδώ, Έλντριθ; Γι’ αυτό ήρθαμε».
Καμία δεν είχε να απαντήσει κάτι σ’ αυτό. Είχαν πίσω τους μια ολόκληρη σειρά αποτυχιών —στο Δάκρυ, στο Τάντσικο— που θα μπορούσε κάλλιστα να τους στοιχίσει τις ζωές τους όταν τις τσάκωνε το Ανώτατο Συμβούλιο. Αν όμως είχαν κάποιον από τους Εκλεκτούς για προστάτη, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά, κι αν η Μογκέντιεν επιθυμούσε τόσο διακαώς τη Νυνάβε, ίσως να την ήθελαν και κάποιοι άλλοι. Το δύσκολο θα ήταν να βρουν έναν από τους Εκλεκτούς και να του παρουσιάσουν το δώρο τους. Εκτός από την Άσνι, καμία άλλη δεν είχε σκεφτεί τη συγκεκριμένη λεπτομέρεια.
«Υπήρχαν κι άλλοι εκεί», συνέχισε η Τεμάιλε, γέρνοντας για άλλη μια φορά προς τα πίσω. Ακουγόταν σχεδόν βαριεστημένη. «Κατασκόπευαν τις δύο Αποδεχθείσες μας. Ένας άντρας που τις άφησε να τον δουν και κάποιος άλλος, τον οποίο δεν κατάφερα να διακρίνω». Κατσούφιασε εκνευρισμένη. Αν μη τι άλλο, το κατσούφιασμα κάλυψε όλο της το πρόσωπο εκτός των ματιών. «Χρειάστηκε να κρυφτώ πίσω από μια κολόνα, για να μη με δουν. Αυτό θα έπρεπε να σε ικανοποιεί, Έλντριθ. Το ότι δεν με είδαν, δηλαδή. Δεν νιώθεις ικανοποιημένη;»
Η Έλντριθ σχεδόν τραύλισε πόσο ευχαριστημένη ήταν.
Η Άσνι αφέθηκε να αισθανθεί τους τέσσερις Προμάχους της, που πλησίαζαν ολοένα. Είχε πάψει πια να κρύβεται από τότε που άφησαν τη Σαμάρα. Μονάχα ο Πόουλ ήταν Φίλος του Σκότους, φυσικά, ωστόσο κι οι υπόλοιποι θα έκαναν και θα πίστευαν ό,τι τους έλεγε. Ήταν απολύτως απαραίτητο να τους κρατήσει κρυφούς από τις άλλες, μέχρι να παραστεί ανάγκη τουλάχιστον, αλλά ήθελε να έχει οπλισμένους άντρες κοντά της. Οι μυώνες και το ατσάλι ήταν πολύ χρήσιμα πράγματα. Αλλά, στην περίπτωση που συνέβαινε το χειρότερο, μπορούσε πάντα να αποκαλύψει τη μακρόστενη, αυλακωτή ράβδο, που η Μογκέντιεν δεν είχε κρύψει τόσο καλά όσο νόμιζε.