Το πρώτο φως του πρωινού, που έμπαινε από τα παράθυρα του καθιστικού, ήταν γκρίζο, μια κι ήταν νωρίτερα από την ώρα που σηκωνόταν συνήθως η Αρχόντισσα Σιάιν, αλλά σήμερα είχε ήδη ντυθεί ενώ έξω ήταν ακόμα σκοτεινά. Αρχόντισσα Σιάιν, έτσι θεωρούσε τον εαυτό της τώρα. Η Μίλι Σκέιν, η κόρη του σαγματοπώλη, είχε ξεχαστεί σχεδόν τελείως. Αυτό που είχε σημασία πλέον ήταν πως επρόκειτο για την Αρχόντισσα Σιάιν Άβαρχιν, κι έτσι ήταν εδώ και χρόνια. Ο Άρχοντας Γουίλιμ Άβαρχιν είχε πτωχεύσει, περιορισμένος να ζει σε ένα ετοιμόρροπο αγροτόσπιτο, το οποίο δεν ήταν καν ικανός να συντηρεί αξιοπρεπώς. Αυτός κι η μοναχοκόρη του, η τελευταία μιας φθίνουσας γενεαλογίας, είχαν παραμείνει στην επαρχία, μακριά από οποιονδήποτε που θα μπορούσε να γίνει μάρτυρας της ανέχειάς τους, και τώρα πια δεν ήταν παρά κόκαλα θαμμένα στο δάσος, δίπλα σε εκείνο το αγροτόσπιτο, η ίδια όμως ήταν η Αρχόντισσα Σιάιν, και μπορεί αυτό το ψηλό και καλοβαλμένο πέτρινο σπίτι να μην ήταν μέγαρο, αλλά δεν έπαυε να είναι περιουσία μιας ευκατάστατης εμπόρισσας. Ήταν κι αυτή νεκρή από καιρό, από τότε που έβαλε την υπογραφή της, για να παραδοθεί το χρυσάφι της στη «διάδοχό» της.
Τα έπιπλα ήταν καλοφτιαγμένα, τα χαλιά πανάκριβα, οι ταπετσαρίες —ακόμα και τα μαξιλαράκια των καθισμάτων— κεντημένα με χρυσοκλωστές, ενώ οι φλόγες μούγκριζαν σε ένα φαρδύ τζάκι με γαλάζια «νερά» στο μάρμαρο του. Το άλλοτε απέριττο πρέκι ήταν σκαλισμένο τώρα γραμμωτά με το έμβλημα των Άβαρχιν, την Καρδιά και το Χέρι.
«Φέρε κι άλλο κρασί, κορίτσι μου», είπε κοφτά, κι η Φάλιον έσπευσε να εκπληρώσει την επιθυμία της, κουβαλώντας την ψηλόλαιμη, ασημένια κανάτα, για να ξαναγεμίσει το κύπελλό της με αχνιστό, αρωματικό κρασί. Η στολή της υπηρέτριας, με την Κόκκινη Καρδιά και το Χρυσό Χέρι στο στήθος, ταίριαζε γάντι στη Φάλιον. Το μακρόστενο πρόσωπό της ήταν μια άκαμπτη μάσκα, καθώς έσπευδε να επανατοποθετήσει την κανάτα στη συρταρωτή ψηλή κασέλα και να πάρει τη θέση της δίπλα στην πόρτα.
«Παίζεις επικίνδυνο παιχνίδι», είπε η Μάριλιν Γκεμάλφιν, κυλώντας ανάμεσα στις παλάμες της το κύπελλό της. Λιπόσαρκη γυναίκα, με άτονα κι ανοιχτά καστανά μαλλιά, η Καφετιά αδελφή δεν έμοιαζε διόλου με Άες Σεντάι. Το στενό της πρόσωπο κι η πλατιά μύτη θα ταίριαζαν καλύτερα πάνω από τη λιβρέα της Φάλιον παρά πάνω από το κομψό, μπλε μάλλινο ρούχο της, ταιριαστό μονάχα για μικρομεσαία εμπόρισσα. «Γνωρίζω πολύ καλά πως, με κάποιον τρόπο, έχει καταφέρει να θωρακιστεί, αλλά μόλις μπορέσει να διαβιβάσει ξανά, θα σε κάνει να το μετανιώσεις». Τα λεπτά της χείλη συστράφηκαν σε ένα διόλου εύθυμο χαμόγελο. «Θα εύχεσαι να μπορούσες να ουρλιάξεις».
«Ο Μοριντίν το επέλεξε για εκείνη», αποκρίθηκε η Σιάιν. «Απέτυχε στο Έμπου Νταρ, κι αυτός διέταξε την τιμωρία της. Δεν γνωρίζω λεπτομέρειες και δεν με νοιάζει άλλωστε, αλλά αν ο Μοριντίν επιθυμεί να τη βυθίσει στη λάσπη, θα συνεισφέρω με τη σειρά μου, ώστε να μη βγει ποτέ από εκεί. Ή, μήπως, προτείνεις να παρακούσω κάποιον από τους Εκλεκτούς;» Μόλις που κατάφερε να συγκρατήσει μια ανατριχίλα και μόνο στη σκέψη. Η Μάριλιν πάσχισε να κρύψει την έκφραση της πίνοντας κρασί από το κύπελλο, αλλά τα μάτια της στένεψαν. «Κι εσύ, Φάλιον;» ρώτησε η Σιάιν. «Μήπως θες να ζητήσω από τον Μοριντίν να σε απομακρύνει; Ίσως σου βρει κάτι λιγότερο επαχθές». Ναι, και τα μουλάρια μπορεί να τραγουδούν σαν αηδόνια.
Η Φάλιον δεν δίστασε καν. Έκανε τη χαρακτηριστική υπόκλιση της υπηρέτριας με στητή την πλάτη, και το πρόσωπό της χλώμιασε ακόμα περισσότερο. «Όχι, αφέντρα», απάντησε βιαστικά. «Είμαι ικανοποιημένη με την παρούσα κατάστασή μου, αφέντρα».
«Βλέπεις;» είπε η Σιάιν στην άλλη Άες Σεντάι. Αμφέβαλλε πολύ αν όντως η Φάλιον ήταν έστω και στο ελάχιστο ικανοποιημένη, αλλά η γυναίκα θα αποδεχόταν οτιδήποτε, προκειμένου να μην έρθει ευθέως αντιμέτωπη με τη δυσαρέσκεια του Μοριντίν. Για τον ίδιο λόγο, η Σιάιν είχε πλήρη εξουσία επάνω της. Ποτέ δεν ήξερες τι μπορεί να μάθαινε κάποιος από τους Εκλεκτούς και να δυσαρεστηθεί. Η ίδια πίστευε πως η αποτυχία της είχε θαφτεί βαθιά, αλλά δεν θα το ριψοκινδύνευε. «Μόλις μπορέσει να διαβιβάσει ξανά, δεν θα χρειάζεται πια να εκτελεί μόνο χρέη υπηρέτριας, Μάριλιν». Όπως και να έχει, ο Μοριντίν είχε πει πως η Σιάιν είχε το ελεύθερο να τη σκοτώσει, αν ήθελε. Πάντα αυτό γινόταν, όποτε τα έβρισκε σκούρα. Της είχε πει πως, αν επιθυμούσε, μπορούσε να σκοτώσει και τις δύο αδελφές.
«Ας είναι», είπε ζοφερά η Μάριλιν. Έριξε μια πλάγια ματιά στη Φάλιον και μόρφασε. «Λοιπόν, η Μογκέντιεν μού έδωσε εντολές να σου προσφέρω όποια βοήθεια θεωρώ καλύτερη αλλά, σ’ το λέω από τώρα, δεν προτίθεμαι να μπω στο Βασιλικό Παλάτι. Όλη η πόλη βρίθει αδελφών, κάτι που απεχθάνομαι, αλλά επιπλέον το Παλάτι είναι γεμάτο και με αδέσποτες. Δεν θα έκανα ούτε δέκα βήματα χωρίς να με πάρουν χαμπάρι».