Выбрать главу

Για πρώτη φορά, είχε τους λόγους του να ακούσει τις διαμαρτυρίες του Λουζ Θέριν. Ένευσε βιαστικά στη Μιν να τον ακολουθήσει από το ξέφωτο του δάσους, στην άλλη μεριά της πύλης, και μόλις εκείνη το έκανε, ο Ραντ άφησε την πύλη να κλείσει πίσω της με μια σύντομη, κατακόρυφη χαρακιά φωτός, απελευθερώνοντας το σαϊντίν. Ευτυχώς, μαζί της εξαφανίστηκε κι η αίσθηση της ναυτίας. Το κεφάλι του εξακολουθούσε να γυρίζει κάπως, αλλά δεν ένιωθε ότι ήταν έτοιμος να κάνει εμετό ή να παραπατήσει ή και τα δύο. Εντούτοις, η αίσθηση της ρυπαρότητας παρέμεινε, το μίασμα του Σκοτεινού που ανάβλυζε επάνω του από τις υφάνσεις που είχε προσδέσει γύρω του. Μετακινώντας τον ιμάντα του δερμάτινου σακιδίου του από τον έναν ώμο στον άλλον, προσπάθησε να σκουπίσει στα κρυφά με το μανίκι του τον ιδρώτα, που έτρεχε ποτάμι από το πρόσωπό του, παρ’ όλο που δεν τον ένοιαζε ιδιαίτερα αν θα τον πρόσεχε η Μιν.

Οι γαλάζιες ψηλοτάκουνες μπότες της ανάδευσαν τη σκόνη του πατώματος στο πρώτο μόλις βήμα, ενώ με το δεύτερο η σκόνη υψώθηκε στον αέρα. Η Μιν τράβηξε ένα μαντίλι με δαντελένια τρέσα από το μανίκι του ρούχου της πάνω στην ώρα, για να συγκρατήσει ένα βίαιο φτέρνισμα, ακολουθούμενο από ένα δεύτερο κι ένα τρίτο, το καθένα χειρότερο από το προηγούμενο. Ο Ραντ ευχήθηκε να ήταν πρόθυμη να βάλει φόρεμα. Κεντητά, λευκά λουλούδια στόλιζαν τα μανίκια και το πέτο του γαλάζιου πανωφοριού της, ενώ ένα παντελόνι σε αχνό, θαλασσί χρώμα ταίριαζε εφαρμοστά στα πόδια της. Με τα έντονα μπλε γάντια ιππασίας με το κίτρινο κέντημα περασμένα πίσω από τη ζώνη της κι έναν μανδύα πτυχωμένο με κίτρινες σπείρες και κρατημένο στους ώμους της από μια χρυσή καρφίτσα σε σχήμα τριαντάφυλλου, έμοιαζε μεν να είχε μόλις καταφθάσει με πιο φυσιολογικά μέσα, αλλά θα τραβούσε την προσοχή των πάντων. Ο Ραντ φορούσε τραχιά, καφέ, μάλλινα ρούχα, όπως ένας κοινός εργάτης. Η παρουσία του στα περισσότερα μέρη που είχε επισκεφθεί τις τελευταίες ημέρες ήταν έντονη· αυτή τη φορά, δεν ήθελε να μάθουν όλοι —πλην συγκεκριμένων εξαιρέσεων— ότι είχε περάσει από εκεί.

«Γιατί χαμογελάς όταν με κοιτάς, και τρίβεις το αυτί σου σαν βλάκας;» τον ρώτησε απαιτητικά, χώνοντας το μαντίλι ξανά μέσα από το μανίκι της. Τα μεγάλα, μαύρα της μάτια ήταν γεμάτα υποψία.

«Σκεφτόμουν πόσο όμορφη είσαι», της απάντησε σιγανά. Πράγματι, ήταν. Δεν μπορούσε να την κοιτάζει δίχως να το σκέφτεται. Ή δίχως να νιώθει θλίψη εξαιτίας της αδυναμίας του να τη στείλει σε πιο ασφαλές μέρος.

Η Μιν πήρε μια βαθιά ανάσα και φτερνίστηκε πριν προλάβει να βάλει το χέρι της μπροστά στο στόμα της. Κατόπιν, του έριξε μια άγρια ματιά, λες κι έφταιγε αυτός. «Για χάρη σου, εγκατέλειψα το άλογό μου, Ραντ αλ’Θόρ. Για χάρη σου, κατσάρωσα τα μαλλιά μου. Για χάρη σου, άλλαξα εντελώς τη ζωή μου! Δεν πρόκειται να αλλάξω και τα ρούχα μου! Επιπλέον, κανείς δεν με έχει δει με φόρεμα για πολλή ώρα. Ξέρεις πολύ καλά πως κάτι τέτοιο δεν θα λειτουργήσει, εκτός αν με αναγνωρίσουν. Σίγουρα δεν είναι δυνατόν να υποκρίνεσαι ότι περιδιάβαινες στους δρόμους με αυτή τη φάτσα».

Χωρίς καλά-καλά να σκεφτεί, ο Ραντ ακούμπησε το χέρι του πάνω στο σαγόνι του, ψηλαφίζοντας το πρόσωπό του, αν και δεν ήταν αυτό που έβλεπε η Μιν. Όποιος τον κοίταζε, θα αντίκριζε έναν άντρα αρκετές ίντσες κοντύτερο κι αρκετά χρόνια γηραιότερο του Ραντ αλ’Θόρ, με αδύναμα μαύρα μαλλιά, νωθρά καφετιά μάτια και μια κρεατοελιά πάνω στη βολβοειδή του μύτη. Μόνο αν τον άγγιζε κανείς, μπορούσε να διαπεράσει τη Μάσκα των Κατόπτρων. Ακόμα κι ένας Άσα’μαν δεν θα μπορούσε να δει τίποτα, με τις υφάνσεις ανεστραμμένες. Βέβαια, αν όντως υπήρχαν Άσα’μαν στο Παλάτι, αυτό σήμαινε πως τα σχέδιά του είχαν πάει πιο στραβά απ’ όσο πίστευε. Η επίσκεψη αυτή δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να καταλήξει σε αιματοκύλισμα. Όπως και να έχει, η γυναίκα είχε δίκιο· με αυτή τη φάτσα, δεν θα του επέτρεπαν επ’ ουδενί την είσοδο στο Βασιλικό Παλάτι του Άντορ, και μάλιστα άνευ συνοδού.

«Καλύτερα να τελειώνουμε και να φεύγουμε το συντομότερο δυνατόν», είπε. «Πριν κάποιος σκεφτεί πως, αφού είσαι εσύ εδώ, ίσως είμαι κι εγώ».

«Ραντ», είπε η Μιν με μαλακή φωνή, κι ο άντρας τής έριξε μια επιφυλακτική ματιά. Ακούμπησε το χέρι της πάνω στο στήθος του και τον κοίταξε με σοβαρή έκφραση. «Ραντ, έχεις πραγματικά ανάγκη να δεις την Ηλαίην. Και την Αβιέντα, υποθέτω. Μπορεί να είναι κι αυτή εδώ, ξέρεις. Αν...»

Ο άντρας κούνησε το κεφάλι του κι ευχήθηκε να μην το είχε κάνει. Η ζαλάδα δεν είχε εξαφανιστεί τελείως. «Όχι!» είπε κοφτά. Μα το Φως! Ασχέτως τι του έλεγε η Μιν, του ήταν αδύνατον να πιστέψει πως η Ηλαίην κι η Αβιέντα τον αγαπούσαν συγχρόνως. Ούτε μπορούσε να κατανοήσει ότι αυτό το γεγονός, αν δηλαδή ήταν γεγονός, δεν αναστάτωνε τη Μιν. Δεν ήταν τόσο παράξενες οι γυναίκες! Η Ηλαίην κι η Αβιέντα είχαν κάθε λόγο να τον μισούν, όχι να τον αγαπούν, η δε Ηλαίην το είχε δείξει ξεκάθαρα. Το χειρότερο ήταν πως εκείνος αγαπούσε και τις δύο, όπως επίσης και τη Μιν! Έπρεπε να γίνει σκληρός σαν ατσάλι, αλλά πίστευε πως, σε περίπτωση που αντιμετώπιζε και τις τρεις ταυτόχρονα, θα γινόταν κομμάτια. «Θα βρούμε τη Νυνάβε και τον Ματ και θα φύγουμε το γρηγορότερο». Η γυναίκα άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, αλλά ο Ραντ δεν της έδωσε την ευκαιρία. «Μη μου πας κόντρα, Μιν. Δεν είναι κατάλληλη η ώρα!»