Выбрать главу

Γέρνοντας το κεφάλι της από τη μια μεριά, η Μιν χαμογέλασε αδρά και μάλλον εύθυμα. «Πότε σου πήγα κόντρα; Δεν κάνω πάντα ό,τι μου λες;» Ύστερα, λες κι αυτό το ψέμα δεν ήταν αρκετό από μόνο του, πρόσθεσε: «Το μόνο που θα έλεγα είναι πως, αφού βιάζεσαι, γιατί καθόμαστε τόση ώρα σ’ αυτό το σκονισμένο δωμάτιο;» Και, για να δώσει έμφαση στα λόγια της, φτερνίστηκε ξανά.

Ακόμα κι έτσι ντυμένη, δεν ήταν εκείνη που θα προκαλούσε τα περισσότερα σχόλια, οπότε έβγαλε πρώτη το κεφάλι της από την πόρτα του δωματίου. Προφανώς, η αποθήκη δεν ήταν εντελώς παρατημένη· οι αρμοί της βαριάς πόρτας έτριξαν ελάχιστα. Ένα γρήγορο βλέμμα προς τις δύο κατευθύνσεις, κι η Μιν βγήκε έξω, κάνοντας του νόημα να την ακολουθήσει. Τα’βίρεν ή όχι, σίγουρα ανακουφίστηκε που βρήκε άδειους τους διαδρόμους. Ακόμα κι ο πλέον φοβητσιάρης υπηρέτης ίσως να παραξενευόταν, αν τους έβλεπε να ξεπροβάλλουν από μια αποθήκη, στα ψηλότερα επίπεδα του Παλατιού. Ωστόσο, μπορεί να συναντούσαν κόσμο σύντομα. Το Βασιλικό Παλάτι δεν έβριθε υπηρετών όπως το Παλάτι του Ηλίου ή η Πέτρα του Δακρύου, αλλά, σε ένα τόσο τεράστιο μέρος, σίγουρα θα υπήρχαν μερικές εκατοντάδες. Βαδίζοντας δίπλα στη Μιν, προσπάθησε να σέρνει τα βήματά του και να κοιτάει σαν χαζός τις λαμπρές ταπετσαρίες, τα σκαλιστά φατνώματα των τοίχων και τα λουστραρισμένα, πανύψηλα μπαούλα. Τίποτα από αυτά δεν φάνταζε τόσο εκλεπτυσμένο σ’ αυτό το ύψος όσο αν βρισκόταν στους χαμηλότερους ορόφους, αλλά ένας κοινός εργάτης δεν μπορούσε παρά να κοιτάει σαν χαμένος.

«Πρέπει να κατέβουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται», μουρμούρισε ο Ραντ. Κανείς δεν φαινόταν ακόμα, αλλά στην επόμενη γωνία μπορεί να υπήρχαν δέκα άτομα. «Θυμήσου να ρωτήσεις τον πρώτο υπηρέτη που θα συναντήσουμε που θα βρούμε τη Νυνάβε και τον Ματ. Μην μπεις σε λεπτομέρειες, εκτός κι αν χρειαστεί».

«Ευχαριστώ που μου το θύμισες, Ραντ. Ήξερα πως κάτι μού είχε διαφύγει, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ τι ήταν». Το φευγαλέο χαμόγελό της ήταν σφιγμένο, και μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια της.

Ο Ραντ αναστέναξε. Το ζήτημα ήταν πολύ σημαντικό για την ίδια ώστε να παίζει παιχνίδια, αλλά, αν την άφηνε, σίγουρα αυτό θα έκανε. Όχι ότι η Μιν το έβλεπε έτσι. Υπήρχαν φορές, ωστόσο, που η γνώμη της για το τι είναι σημαντικό απείχε πολύ από τη δική του. Παρασάγγας. Θα έπρεπε να την επιτηρεί κάπως πιο στενά.

«Κυρά Φάρσοου;» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή πίσω τους. «Εσύ δεν είσαι, Κυρά Φάρσοου;»

Το δισάκι στριφογύρισε στη θέση του και χτύπησε βαριά την πλάτη του Ραντ, καθώς ο τελευταίος στράφηκε να κοιτάξει. Η πλαδαρή, γκριζομάλλα γυναίκα, που κοιτούσε εμβρόντητη τη Μιν, ήταν ίσως το τελευταίο πρόσωπο που θα ήθελε να συναντήσει, εκτός από την Ηλαίην ή την Αβιέντα. Παραξενευμένος που η γυναίκα φορούσε έναν πορφυρό χιτώνα με το τεράστιο έμβλημα του Άσπρου Λιονταριού μπροστά-μπροστά, ο Ραντ καμπούριασε κι απέφυγε να την κοιτάξει κατάματα. Δεν ήταν παρά ένας εργάτης που έκανε τη δουλειά του. Δεν υπήρχε λόγος να του ρίξει κανείς δεύτερη ματιά.

«Κυρά Χάρφορ;» αναφώνησε η Μιν, ακτινοβολώντας από χαρά. «Ναι, εγώ είμαι. Κι εσύ είσαι ο άνθρωπος που έψαχνα, γιατί φοβάμαι πως χάθηκα. Μήπως μπορείς να μου πεις πού μπορώ να βρω τη Νυνάβε αλ’Μεάρα και τον Ματ Κώθον; Αυτός εδώ έχει κάτι που ζήτησε η Νυνάβε να παραδώσει».

Η Αρχιυπηρέτρια συνοφρυώθηκε ελαφρώς, κοιτώντας τον Ραντ, κι ύστερα έστρεψε την προσοχή της ξανά στη Μιν. Παρατηρώντας τον ρουχισμό της, ίσως και τη σκόνη επάνω της, ανασήκωσε απορημένη το φρύδι της, χωρίς όμως να κάνει καμία νύξη. «Τον Ματ Κώθον; Δεν νομίζω πως τον έχω υπ’ όψιν μου, εκτός κι αν είναι κάποιος από τους καινούργιους υπηρέτες ή από τους Φρουρούς», πρόσθεσε γεμάτη αμφιβολία. «Όσο για τη Νυνάβε Σεντάι, είναι πολύ απασχολημένη. Νομίζω πως δεν θα έχει πρόβλημα να το παραλάβω εκ μέρους της και να το αφήσω στο δωμάτιό της».

Ο Ραντ τινάχτηκε. Νυνάβε Σεντάι, είπε; Γιατί οι υπόλοιπες —οι αληθινές Άες Σεντάι— την άφηναν να παίζει ακόμη αυτόν τον ρόλο; Κι ο Ματ δεν ήταν εδώ; Προφανώς, δεν είχε έρθει ποτέ. Χρώματα στροβιλίστηκαν μέσα στο κεφάλι του, μια εικόνα που διέκρινε κάπως αδιόρατα. Χάθηκε μέσα σε μια στιγμή κι ο Ραντ τρίκλισε. Η Αφέντρα Χάρφορ τον ξανακοίταξε συνοφρυωμένη και ρουθούνισε. Το πιθανότερο ήταν πως τον περνούσε για μεθυσμένο.