Выбрать главу

Η Μιν συνοφρυώθηκε κι αυτή, χαμένη στις σκέψεις της και χτυπώντας ρυθμικά ένα δάχτυλο στο μάγουλό της, κάτι που κράτησε ένα λεπτό μονάχα. «Πιστεύω πως η Νυνάβε... Σεντάι επιθυμεί να τον δει αυτοπροσώπως». Ο δισταγμός ήταν ελάχιστα διακριτός. «Θα μπορούσες να τον οδηγήσεις στα διαμερίσματά της, Κυρά Χάρφορ; Έχω άλλη μια δουλίτσα να κάνω προτού φύγω. Λοιπόν, να προσέχεις τους τρόπους σου τώρα, Νούλι, και να κάνεις ό,τι σου λένε. Είναι καλό ανθρωπάκι».

Ο Ραντ άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει, αλλά πριν προλάβει να πει λέξη, η Μιν όρμησε στον διάδρομο, τρέχοντας σχεδόν. Ο μανδύας ανέμιζε πίσω της, τόσο γρήγορα έτρεχε. Που να καιγόταν, θα προσπαθούσε να βρει την Ηλαίην! Θα κατέστρεφε τα πάντα!

Τα σχέδιά σου αποτυγχάνουν, επειδή θες να ζήσεις, τρελέ. Η φωνή του Λουζ Θέριν ήταν ένας τραχύς, ιδρωμένος ψίθυρος. Δέξου ότι είσαι νεκρός. Δέξου το και πάψε να με βασανίζεις, τρελαμένε! Ο Ραντ έπνιξε τη φωνή σε ένα βουβό μουρμουρητό, ένα έντονο βούισμα στη σκοτεινιά του μυαλού του. Νούλι; Τι σόι όνομα ήταν αυτό;

Η Κυρά Χάρφορ απέμεινε να κοιτάει σαν χαζή τη Μιν, μέχρι που η τελευταία χάθηκε πίσω από μια γωνία, κι έπειτα τακτοποίησε τον χιτώνα της, αν και δεν χρειαζόταν. Έριξε μια αποδοκιμαστική ματιά στον Ραντ. Ακόμα και με τη χρήση της Μάσκας των Κατόπτρων έβλεπε έναν άντρα ψηλότερο από την ίδια, αλλά η Ρενέ Χάρφορ δεν ανήκε στις γυναίκες που θα άφηναν μια τόση δα λεπτομέρεια να τις καθυστερήσει στο ελάχιστο. «Το παρουσιαστικό σου δεν μου εμπνέει εμπιστοσύνη, Νούλι», είπε, και τα φρύδια της έσμιξαν απότομα. «Συνεπώς, πρόσεχε. Πρόσεχε πάρα πολύ, αν, δηλαδή, έχεις καθόλου μυαλό».

Κρατώντας στον ώμο τον ιμάντα από το δισάκι του με το ένα χέρι, τίναξε το τσουλούφι του με το άλλο. «Μάλιστα, Κυρά», μουρμούρισε αγριωπά. Η Αρχιυπηρέτρια μπορεί να αναγνώριζε την αληθινή του φωνή. Υποτίθεται ότι θα μιλούσε η Μιν μέχρι να βρουν τη Νυνάβε και τον Ματ. Τι στο Φως θα έκανε αν του έφερνε εδώ την Ηλαίην, ίσως και την Αβιέντα; Άσε που μπορεί ήδη να βρίσκονταν εδώ. Μα το Φως! «Με το συμπάθιο, Κυρά, αλλά πρέπει να βιαστούμε. Είναι επείγον να δω τη Νυνάβε όσο πιο γρήγορα γίνεται». Ανασήκωσε κάπως το δισάκι. «Θα ήθελε πολύ να το δει αυτό». Αν τελείωνε μέχρις ότου επέστρεφε η Μιν, ίσως να το έσκαγαν μαζί, πριν αναγκαστεί να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τις άλλες δύο.

«Αν η Νυνάβε Σεντάι πίστευε ότι ήταν κάτι επείγον», του απάντησε ξινά η πλαδαρή γυναίκα, δίνοντας μεγάλη έμφαση στον τιμητικό τίτλο που ο Ραντ είχε παραλείψει, «θα μας είχε πει ότι σε περιμένει. Λοιπόν, ακολούθα με και κράτα τα σχόλια και τις γνώμες για τον εαυτό σου».

Κίνησε μπροστά χωρίς να περιμένει απάντηση, χωρίς καν να κοιτάξει πίσω της. Έμοιαζε να γλιστράει με αρχοντική χάρη. Σε τελική ανάλυση, τι άλλο θα μπορούσε να κάνει ο Ραντ εκτός απ’ όσα του έλεγαν; Απ’ όσο θυμόταν, η Αρχιυπηρέτρια ήταν συνηθισμένη να υπακούν όλοι σε όσα τους λένε. Κάνοντας μεγάλες δρασκελιές, για να την προλάβει, στάθηκε πλάι της, αλλά ένα ξαφνιασμένο βλέμμα της τον ανάγκασε να μείνει λίγο πίσω, τραβώντας το τσουλούφι του και μουρμουρίζοντας συγγνώμες. Με τη σειρά του, δεν είχε συνηθίσει να ακολουθεί κάποιον άλλον. Δεν είχε υπολογίσει ότι θα χρειαζόταν να δείξει ταπεινοφροσύνη. Εξακολουθούσε να αισθάνεται μια ελάχιστη αίσθηση ζαλάδας, όπως επίσης και τη ρυπαρότητα του μιάσματος. Τελευταία, η διάθεση του δεν ήταν καλή, εκτός αν είχε κοντά του τη Μιν.

Δεν είχαν απομακρυνθεί πάρα πολύ, όταν υπηρέτες με λιβρέες άρχισαν να εμφανίζονται στον διάδρομο, γυαλίζοντας, ξεσκονίζοντας, κουβαλώντας διάφορα πράγματα και τρέχοντας από δω κι από κει. Ολοφάνερα, η απουσία κόσμου όταν αυτός κι η Μιν έφυγαν από την αποθήκη ήταν κάτι σπάνιο. Τώρα, ήταν ξανά Τα’βίρεν. Κάτω από μια στενή, υπηρεσιακή σκάλα χτισμένη στον τοίχο, είδε κι άλλα σκαλοπάτια. Υπήρχε όμως και κάτι ακόμη. Κάμποσες γυναίκες που δεν φορούσαν λιβρέες. Χαλκόδερμες Ντομανές, κοντές και χλωμές Καιρχινές, γυναίκες με ελαιόχρωμη επιδερμίδα και σκοτεινά μάτια, οι οποίες σίγουρα δεν ήταν Αντορινές. Χαμογέλασε, ένα χαμόγελο σφιγμένο αλλά γεμάτο ικανοποίηση. Καμιά τους δεν είχε αυτό που θα αποκαλούσες αειθαλές πρόσωπο, αρκετές μάλιστα είχαν ραγάδες και ρυτίδες, που σε καμία περίπτωση δεν θα στόλιζαν τη μορφή μιας Άες Σεντάι, αλλά με το που προσέγγιζε μερικές, τα ρίγη χόρευαν πάνω στο δέρμα του. Διαβίβαζαν ή, τουλάχιστον, κρατούσαν το σαϊντάρ. Η Κυρά Χάρφορ προσπέρασε μερικές κλειστές πόρτες, κι ο Ραντ ένιωσε πολύ έντονα αυτό το μυρμήγκιασμα. Πίσω από εκείνες τις πόρτες υπήρχαν, προφανώς, κι άλλες γυναίκες που διαβίβαζαν.