Καθώς οι γυμνές πατούσες της σέρνονταν στο πράσινο χαλί με τα σχέδια, η Τάλααν έκανε μία ακόμη άκαρπη προσπάθεια να σπάσει τη θωράκιση που τόσο εύκολα κρατούσε η Νυνάβε, αλλά τελικά έβγαλε έναν αναστεναγμό, αποδεχόμενη την ήττα της, και χαμήλωσε τη ματιά της. Ακόμα κι όταν κατόρθωνε να ακολουθήσει τις οδηγίες της Νυνάβε, συμπεριφερόταν λες κι είχε αποτύχει, και τώρα έγερνε τόσο αποθαρρυμένη, που θα σκεφτόταν κανείς ότι οι υφάνσεις του Αέρα ήταν το μόνο πράγμα που την κρατούσε όρθια.
Αφήνοντας τις ροές της να διαλυθούν, η Νυνάβε τακτοποίησε την εσάρπα της κι άνοιξε το στόμα της, για να πει στην Τάλααν τι είχε κάνει λάθος και να της υπογραμμίσει —για άλλη μία φορά— ότι είναι ανώφελο να προσπαθείς να ελευθερωθείς, εκτός αν είσαι πολύ ισχυρότερη από αυτόν που σε έχει θωρακίσει. Οι Θαλασσινές δεν πίστευαν εύκολα αυτά που τους έλεγε, μέχρι να τους τα πει δέκα φορές και να τους τα δείξει είκοσι.
«Η Νυνάβε χρησιμοποίησε την προσωπική σου ισχύ εναντίον σου», είπε ορθά-κοφτά η Σένιν ντιν Ράιαλ, προτού η Νυνάβε ανοίξει το στόμα της. «Εφήρμοσε περισπασμό. Είναι σαν να παλεύεις, κοπέλα μου. Ξέρεις να παλεύεις».
«Δοκίμασε πάλι», την πρόσταξε η Ζάιντα με μια κοφτή κίνηση του σκουρόχρωμου και γεμάτου τατουάζ χεριού της.
Όλα τα καθίσματα του δωματίου μετακινήθηκαν στους τοίχους, παρ’ όλο που δεν υπήρχε άμεση ανάγκη ελεύθερου χώρου, κι η Ζάιντα κάθισε να παρακολουθήσει το μάθημα, έχοντας δεξιά κι αριστερά της έξι Ανεμοσκόπους, ένα όργιο κόκκινων, κίτρινων και γαλάζιων αποχρώσεων σε χρυσοποίκιλτα μετάξια και έντονα βαμμένα λινά, μια κραυγαλέα επίδειξη σκουλαρικιών, κρίκων μύτης κι αλυσίδων φορτωμένων με διάφορα μενταγιόν. Πάντα έτσι γινόταν· μια από τις δυο μαθητευόμενες χρησίμευε για το πραγματικό μάθημα —ή, απ’ ότι είχε ακούσει η Νυνάβε, η Μέριλιλ, η οποία αναγκαζόταν να παραστήσει τη μαθητευόμενη μέχρι να διδάξει η ίδια— ενώ η Ζάιντα μαζί με μερικές ακόμα Ανεμοσκόπους παρακολουθούσαν. Η Κυρά των Κυμάτων δεν μπορούσε να διαβιβάσει, φυσικά, μολονότι παρίστατο πάντα, και καμία από τις Ανεμοσκόπους δεν θα ξέπεφτε τόσο, ώστε να συμμετάσχει προσωπικά. Ποτέ.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Νυνάβε, η σημερινή ομάδα ήταν κάπως αλλόκοτη, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις εμμονές των Θαλασσινών στο θέμα της ιεραρχίας. Η προσωπική Ανεμοσκόπος της Ζάιντα, η Σιέλυν, καθόταν δεξιά της. Ήταν μια λυγερόκορμη, ψυχρή κι επιφυλακτική γυναίκα, το ίδιο σχεδόν ψηλή με την Αβιέντα, και δέσποζε πάνω από τη Ζάιντα. Αρκετά πρέπον, απ’ όσο κατανοούσε η Νυνάβε, αλλά αριστερά της Ζάιντα βρισκόταν η Σένιν, η οποία υπηρετούσε σε ένα μπρίκι, ένα από τα μικρότερα σκάφη των Θαλασσινών, το δικό της δε ήταν το μικρότερο ανάμεσά τους. Βέβαια, η ανεμοδαρμένη γυναίκα, με το ρυτιδωμένο πρόσωπο και τα γκρίζα μαλλιά, φορούσε στο παρελθόν περισσότερα από τα έξι τωρινά σκουλαρίκια της, καθώς και πιότερα χρυσά μενταγιόν στην αλυσίδα που διέτρεχε το σκούρο αριστερό της μάγουλο. Ήταν Ανεμοσκόπος της Κυράς των Πλοίων πριν ακόμα η Νέστα ντιν Ρέας εκλεγεί σε αυτή τη θέση αλλά, σύμφωνα με τους νόμους τους, όταν πεθάνει μια Κυρά των Πλοίων ή μια Κυρά των Κυμάτων, η Ανεμοσκόπος της έπρεπε να ξεκινήσει ξανά από το χαμηλότερο επίπεδο. Ωστόσο —η Νυνάβε ήταν σίγουρη γι’ αυτό— το θέμα δεν ήταν αποκλειστικά το σέβας προς το πρότερο αξίωμα της Σένιν. Η Ράινυν, μια νεαρή γυναίκα με φουσκωτά μάγουλα, που υπηρετούσε επίσης σε μπρίκι, καθόταν δίπλα στη Σένιν, ενώ η Κούριν με το πέτρινο πρόσωπο και τα ρηχά μάτια καθόταν πλάι στη Σιέλυν σαν μαύρο άγαλμα, κάτι που υποβίβαζε την Κάιρε και την Τεμπρέιλ στο να κάθονται κάπως πιο παράμερα, παρ’ όλο που αμφότερες ήταν Ανεμοσκόποι της Κυράς των Κυμάτων, φορώντας τέσσερα χοντρά σκουλαρίκια σε κάθε αυτί και σχεδόν όσα μενταγιόν φορούσε κι η Ζάιντα. Ίσως η διάταξη αυτή είχε να κάνει με το να κρατάει σε απόσταση τις αδελφές με τα αλαζονικά βλέμματα. Μισούσαν η μία την άλλη με τέτοιο πάθος, που μόνο σε συγγένειες εξ αίματος έβρισκες. Και μάλλον έτσι ήταν. Το να προσπαθείς να κατανοήσεις τους Άθα’αν Μιέρε ήταν χειρότερο από το να προσπαθείς να κατανοήσεις τους άντρες. Μια γυναίκα κάλλιστα θα μπορούσε να παρανοήσει στην προσπάθεια.
Μουρμουρίζοντας από μέσα της, η Νυνάβε τράβηξε την εσάρπα της κι ετοιμάστηκε, βάζοντας σε λειτουργία τις ροές της. Η ατόφια απόλαυση να έχει στην κατοχή της το σαϊντάρ ίσα-ίσα που ανταγωνιζόταν τη δυσαρέσκειά της. Κάνε άλλη μια προσπάθεια, Νυνάβε. Ακόμα μια φορά, Νυνάβε. Κάν’ το τώρα, Νυνάβε. Αν μη τι άλλο, η Ρενάιλ δεν ήταν παρούσα. Πολύ συχνά απαιτούσαν εκ μέρους της να τους διδάξει πράγματα που δεν ήξερε τόσο καλά όσο άλλα —μερικές φορές μάλιστα, κι αυτό έπρεπε να το παραδεχτεί, έστω κι απρόθυμα, πράγματα που ελάχιστα γνώριζε, μια και δεν είχε εκπαιδευτεί επαρκώς στον Πύργο— κι όποτε πάσχιζε να τα βγάλει πέρα, η Ρενάιλ έμοιαζε να το απολαμβάνει βλέποντάς την να ιδροκοπάει. Κι άλλες την έκαναν να ιδροκοπάει, αλλά τουλάχιστον δεν φαίνονταν να βρίσκουν ιδιαίτερη ευχαρίστηση σε αυτό. Όπως και να έχει, έπειτα από μια ολόκληρη ώρα ένιωθε εξαντλημένη. Που να πάρει η ευχή τη Σάριθα και την αποστολή της!