Εξαπέλυσε ξανά τις ροές της, αλλά αυτή τη φορά η ροή Πνεύματος της Τάλααν συνάντησε τη δική της πολύ πιο ανάλαφρα απ’ ό,τι περίμενε, με αποτέλεσμα η ροή της Νυνάβε να παραμερίσει αυτή της Τάλααν πολύ περισσότερο απ’ όσο σκόπευε. Ξαφνικά, έξι υφάνσεις Αέρα ξεπήδησαν από το κορίτσι κι όρμησαν προς το μέρος της Νυνάβε, η οποία τις έκοψε με Φωτιά. Οι αποκομμένες ροές αναπήδησαν προς τα πίσω, προς την Τάλααν, τινάζοντάς τη βίαια, αλλά πριν εξαφανιστούν ολοσχερώς, άλλες έξι εμφανίστηκαν, γρηγορότερα από πριν. Η Νυνάβε τις χάραξε και πάλι κι έμεινε με το στόμα ανοικτό καθώς η ύφανση Πνεύματος της Τάλααν τρεμόπαιξε γύρω από τη δική της και τυλίχτηκε γύρω της, ξεκόβοντας το σαϊντάρ. Ήταν θωρακισμένη! Η Τάλααν την είχε θωρακίσει! Σαν μια τελική ταπείνωση, ροές Αέρα την έδεσαν σφιχτά χειροπόδαρα, σκίζοντας τη φούστα της. Αν δεν ήταν τόσο αναστατωμένη με τη Σάριθα, δεν θα είχε συμβεί ποτέ αυτό.
«Το κορίτσι την αιχμαλώτισε», είπε η Κάιρε, κι η έκπληξη ήταν έκδηλη στη φωνή της. Από το παγερό βλέμμα που της έριξε, δύσκολα θα πίστευε κανείς πως επρόκειτο για τη μητέρα της Τάλααν. Πράγματι, η Τάλααν έμοιαζε κάπως αμήχανη από την επιτυχία της. Απελευθέρωσε αμέσως τις ροές και χαμήλωσε το βλέμμα της.
«Περίφημα, Τάλααν», είπε η Νυνάβε, αφού καμία άλλη δεν μπήκε στον κόπο να την επαινέσει ή να της πει έναν ενθαρρυντικό λόγο. Εκνευρισμένη, τίναξε την εσάρπα της και την τοποθέτησε στην καμπύλη που σχημάτιζαν οι αγκώνες της. Δεν ήταν ανάγκη να αναφέρει στο κορίτσι πόσο τυχερό ήταν. Ναι, η αλήθεια ήταν πως υπήρξε γρήγορη, αλλά η Νυνάβε δεν ήταν καν σίγουρη αν η ίδια είχε τη δυνατότητα να διατηρήσει τη διαβίβαση κάμποσο ακόμα. Δεν βρισκόταν και στην καλύτερη φόρμα. «Φοβάμαι πως, για σήμερα, δεν έχω άλλο χρόνο, κι έτσι...»
«Δοκίμασε πάλι», τη διέταξε η Ζάιντα, γέρνοντας με έμφαση προς το μέρος της. «Θέλω πολύ να δω κάτι». Δεν εξηγούσε κάτι, και σε καμιά περίπτωση δεν απολογούνταν, απλώς το ανέφερε ως γεγονός. Η Ζάιντα πάντα απέφευγε τις επεξηγήσεις και τις απολογίες. Απλώς, περίμενε από τους άλλους να την υπακούν.
Η Νυνάβε σκέφτηκε να πει στη γυναίκα ότι, ούτως ή άλλως, δεν ήταν δυνατόν να δει κάτι απ’ όσα έκαναν, αλλά απέρριψε αμέσως τη σκέψη. Με έξι Ανεμοσκόπους στο δωμάτιο, καλύτερα να μην έλεγε τίποτα. Δυο μέρες νωρίτερα είχε εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη της, και σίγουρα δεν ήθελε να επαναληφθεί κάτι τέτοιο. Προσπαθούσε να το σκέφτεται ως μια μορφή μετάνοιας, το ότι δηλαδή μίλησε χωρίς να σκεφτεί πρώτα, αλλά αυτό δεν τη βοήθησε και πολύ. Ευχήθηκε να μην τους είχε διδάξει ποτέ πώς να συνδέονται.
«Ακόμα μία φορά», είπε κάπως σφικτά, στρεφόμενη προς το μέρος της Τάλααν, «κι έπειτα πρέπει να φύγω».
Αυτή τη φορά, ήταν έτοιμη για το κόλπο που της ετοίμαζε η κοπέλα. Διαβίβασε και συνάντησε την ύφανση της Τάλααν με μεγαλύτερη επιδεξιότητα από πριν και χωρίς να χρησιμοποιήσει τόση ισχύ. Το κορίτσι τής χαμογέλασε κάπως αβέβαια. Προφανώς, πίστευε πως η Νυνάβε δεν θα παρασυρόταν αυτή τη φορά από εξωτερικές ροές Αέρα. Η ύφανση της Τάλααν άρχισε να τυλίγεται γύρω της, και με μια σβέλτη κίνηση άρχισε να γνέθει τη δική της, για να την αποκρούσει. Θα είχε ετοιμαστεί όταν η γυναίκα θα παρήγε τις δικές της ροές Αέρα. Ίσως, πάλι, να μη χρησιμοποιούσε Αέρα αυτή τη φορά. Σίγουρα όμως δεν θα έκανε τίποτα παράτολμο. Αυτό σήμαινε πρακτική εξάσκηση. Μόνο που η ροή Πνεύματος της Τάλααν δεν ολοκλήρωσε τη συστροφή κι η Νυνάβε αμφιταλαντεύτηκε τη στιγμή που η Τάλααν τη χτυπούσε κατά μέτωπο, γαντζώνοντάς τη. Για άλλη μια φορά, το σαϊντάρ τρεμόσβησε, ενώ δεσμά Αέρα άρπαξαν τα χέρια της, ακινητοποιώντας τα στα πλευρά της, κι άδραξαν τα πόδια της.
Προσεκτικά, πήρε μια ανάσα. Μάλλον θα έπρεπε να δώσει συγχαρητήρια στη νεαρή γυναίκα. Δύσκολα θα ξέφευγε από αυτό. Ας είχε ένα χέρι ελεύθερο, και θα ξερίζωνε την πλεξούδα της.
«Μια στιγμή!» πρόσταξε η Ζάιντα. Σηκώθηκε και βημάτισε με χάρη προς το μέρος της Νυνάβε, με τα κόκκινα μεταξένια παντελόνια της να αναδεύονται ανάλαφρα πάνω από τα γυμνά της πόδια, και την περίτεχνα διακοσμημένη με σιρίτια πορφυρή της εσάρπα να κουνιέται πέρα δώθε πάνω στον γοφό της. Οι Ανεμοσκόποι σηκώθηκαν κι αυτές και την ακολούθησαν ιεραρχικά. Η Κάιρε κι η Τεμπρέιλ αγνόησαν επιδεικτικά και παγερά η μία την άλλη, καθώς έσπευσαν να πάρουν θέση κοντά στην Κυρά των Κυμάτων, ενώ η Σένιν με τη Ράινυν έμειναν ένα βήμα πιο πίσω, στα μετόπισθεν.