Выбрать главу

Η Τάλααν κράτησε υπάκουα τη θωράκιση πάνω στη Νυνάβε, όπως και τους δεσμούς, η οποία, έτσι ακίνητη που ήταν, έμοιαζε με άγαλμα ενώ από μέσα της έβραζε σαν καζάνι έτοιμο να ανατιναχτεί. Αρνήθηκε να μετακινηθεί από τη θέση της, μοιάζοντας με σπασμένη μαριονέτα, κι αυτό ήταν το μόνο που της απέμεινε εκτός από το να στέκεται ακίνητη. Η Κάιρε κι η Τέμπρειλ την κοιτούσαν εξεταστικά, με παγερή καταφρόνια, κι η Κούριν είχε στη ματιά της αυτή τη σκληρή περιφρόνηση που έτρεφε για όλους τους στεριανούς. Η γυναίκα με το πέτρινο βλέμμα δεν έδινε την εντύπωση ότι χλευάζει, ούτε έκανε καμιά γκριμάτσα. Ήταν εντελώς ανέκφραστη, αλλά δεν χρειαζόταν να μείνεις για πολύ μαζί της, ώστε να καταλάβεις ποια ήταν η πραγματική της γνώμη. Μονάχα η Ράινυν επεδείκνυε ένα ίχνος κατανόησης, με ένα ελαφρό, αξιοθρήνητο χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη της.

Η Ζάιντα κοίταξε τη Νυνάβε κατάματα. Είχαν, λίγο-πολύ, το ίδιο ύψος. «Την κρατάς όσο πιο σφιχτά μπορείς, μαθητευομένη;»

Η Τάλααν έκανε μια βαθιά υπόκλιση, το σώμα της έγινε σχεδόν παράλληλο με το δάπεδο κι άγγιξε το μέτωπο, τα χείλη και την καρδιά της. «Όπως πρόσταξες, Κυματοκυρά», είπε σχεδόν ψιθυριστά.

«Τι σημαίνουν όλα αυτά;», ρώτησε απαιτητικά η Νυνάβε. «Αφήστε με. Μπορεί να μην υπήρξαν συνέπειες όταν μεταχειριστήκατε τη Μέριλιλ κατά τον ίδιο τρόπο, αλλά αν έστω και για μια στιγμή νομίζετε πως...!»

«Είπες πως δεν υπάρχει τρόπος να σπάσει η θωράκιση, εκτός αν είσαι πολύ ισχυρότερη», τη διέκοψε η Ζάιντα. Ο τόνος της φωνής της δεν ήταν τραχύς, αλλά σκόπευε να ακουστεί κι όχι να ακούσει. «Φωτός θέλοντος, θα μάθουμε αν μας τα είπες σωστά. Είναι πασίγνωστο ότι για τις Άες Σεντάι άλλα ισχύουν τη μια στιγμή κι άλλα την άλλη. Ανεμοσκόποι, κάντε κύκλο. Εσύ, Κούριν, θα μπεις επικεφαλής. Αν καταφέρει να ελευθερωθεί, φρόντισε να μην προξενήσει καμία ζημιά. Και, για να υπάρχει κάποιο κίνητρο... Μαθητευομένη, ετοιμάσου, μόλις μετρήσω έως το πέντε, να την αναποδογυρίσεις. Ένα».

Το φως του σαϊντάρ περικύκλωσε τις Ανεμοσκόπους, που μαζεύτηκαν κοντά-κοντά δημιουργώντας σύνδεση. Η Κούριν στεκόταν με τα πόδια ανοικτά και με τα χέρια τοποθετημένα στους γοφούς της, λες κι ισορροπούσε σε κατάστρωμα πλοίου. Η πλήρης έλλειψη έκφρασης στο πρόσωπό της έδινε την εντύπωση πως ήταν ήδη πεπεισμένη ότι σύντομα θα αποκάλυπταν την παραποίηση, αν όχι ένα ξεδιάντροπο ψέμα. Η Τάλααν πήρε μια βαθιά ανάσα κι ίσιωσε το κορμί της. Ούτε καν βλεφάριζε, καθώς είχε καρφώσει την ανήσυχη ματιά της πάνω στη Ζάιντα.

Η Νυνάβε ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Όχι! Δεν ήταν δυνατόν να της το κάνουν αυτό! Όχι πάλι! «Σας το είπα», απάντησε με φωνή πολύ πιο ήρεμη απ’ όσο ένιωθε, «δεν υπάρχει τρόπος να σπάσω τη θωράκιση. Η Τάλααν είναι πολύ ισχυρή».

«Δύο», είπε η Ζάιντα, σταυρώνοντας τα μπράτσα κάτω από τα στήθη της και κοιτώντας τη Νυνάβε, λες κι όντως έβλεπε τις υφάνσεις.

Η Νυνάβε κατέβαλε προσπάθεια να σπρώξει τη θωράκιση. Όσο όμως κι αν πάσχιζε, ήταν σαν να έσπρωχνε πέτρινο τοίχο. «Άκουσέ με, Ζά... εεε... Κυρά των Κυμάτων». Δεν υπήρχε λόγος να συνεχίσει τον ανταγωνισμό με τη γυναίκα. Οι Θαλασσινοί ήταν πολύ σχολαστικοί όσον αφορά στις τυπικότητες και στους τίτλους. Φυσικά, δεν ήταν τα μόνα για τα οποία ήταν σχολαστικοί. «Είμαι σίγουρη πως η Μέριλιλ θα σου ανέφερε κάτι σχετικά με τη θωράκιση. Πήρε τους Τρεις Όρκους. Δεν μπορεί να πει ψέματα». Ίσως η Εγκουέν να είχε δίκιο σχετικά με τη Ράβδο των Όρκων.

Το βλέμμα της Ζάιντα δεν παρέκκλινε, η έκφρασή της δεν άλλαξε ούτε στο ελάχιστο. «Τρία».

«Άκουσε με», είπε η Νυνάβε, χωρίς να νοιάζεται διόλου αν ακουγόταν κάπως απεγνωσμένη, μολονότι πράγματι ένιωθε αρκετή απόγνωση. Έσπρωξε πιο δυνατά τη θωράκιση, όσο πιο δυνατά μπορούσε. Το αποτέλεσμα που είχε ήταν αντίστοιχο με το να χτυπάει το κεφάλι της σε ένα ντουβάρι. Ενστικτωδώς, πάλεψε με τα δεσμά του Αέρα που τη συγκρατούσαν, ανώφελα όμως. Τα κρόσσια κι οι χαλαρές πτυχές της εσάρπας χόρευαν γύρω της. Οι πιθανότητες να ελευθερωθεί από αυτά τα δεσμά ήταν οι ίδιες με το να σπάσει τη θωράκιση, αλλά της ήταν αδύνατον να σταματήσει την προσπάθεια. Όχι πάλι! Αδυνατούσε να αντιμετωπίσει ξανά κάτι τέτοιο! «Πρέπει να με ακούσεις!»

«Τέσσερα».

Όχι, όχι, όχι πάλι! Αγωνίστηκε μανιωδώς ενάντια στη θωράκιση. Μπορεί να ήταν σκληρή σαν πέτρα, αλλά την αισθανόταν σαν γυαλί, στιλπνή και γλιστερή. Ένιωθε την Πηγή πέρα από αυτήν, την έβλεπε σχεδόν, σαν φως και ζεστασιά που τα διακρίνεις με την άκρη του ματιού σου. Αγκομαχώντας από την προσπάθεια και την απόγνωση, ψηλάφισε τη λεία επιφάνεια. Κάπου υπήρχε μια παρυφή, σαν κύκλος που ήταν ταυτόχρονα αρκετά μικρός για να χωράει το χέρι της κι αρκετά μεγάλος για να καλύπτει όλο τον κόσμο, αλλά όταν προσπάθησε να ξεγλιστρήσει γύρω από αυτή την παρυφή, βρέθηκε ξανά στο κέντρο του στιλπνού, σκληρού κύκλου. Ήταν ανώφελο. Όλα αυτά τα είχε διδαχτεί και προσπαθήσει πριν πολύ καιρό. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, που έλεγες πως θα πεταχτεί από τα πλευρά της. Πασχίζοντας μάταια να βρει την ψυχραιμία της, ψηλάφισε βιαστικά την παρυφή, αγγίζοντάς τη χωρίς να προσπαθεί να την περιτριγυρίσει. Σε κάποιο σημείο την αισθανόταν... πιο μαλακή. Δεν το είχε προσέξει προηγουμένως. Το μαλακό σημείο —ένας ασήμαντος σβώλος— δεν έμοιαζε να διαφέρει από τα υπόλοιπα και, παρ’ όλο που δεν ήταν και πολύ πιο μαλακό, η Νυνάβε όρμησε επάνω του και βρέθηκε ξανά πίσω, στο κέντρο. Σε μια έκρηξη μανίας, εξαπέλυσε όλη της τη δύναμη στο μαλακό σημείο, ξανά και ξανά, το οποίο την τίναζε πάλι προς τα πίσω. Ωστόσο, δεν σταμάταγε στιγμή να χιμάει επάνω του. Πάλι. Και πάλι. Μα το Φως! Σε παρακαλώ! Έπρεπε να βρει μια άκρη πριν...!