Выбрать главу

Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως η Ζάιντα δεν είχε πει ακόμα «πέντε». Την κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα, βαριανασαίνοντας λες κι είχε τρέξει δέκα μίλια. Ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό της και στην πλάτη της, στάλαζε ανάμεσα στα στήθη της και κατηφόριζε προς την κοιλιά της. Τα πόδια της τρίκλιζαν. Η Κυρά των Κυμάτων την κοίταξε κατάματα, βυθισμένη σε σκέψεις και χτυπώντας ελαφρά με το λιγνό της δάχτυλό τα σαρκώδη της χείλη. Η λάμψη τύλιγε τον κύκλο των έξι, με την Κούριν να εξακολουθεί να είναι μια πέτρινη φιγούρα γεμάτη περιφρόνηση, αλλά η Ζάιντα δεν είχε πει ακόμα «πέντε».

«Πράγματι προσπάθησε τόσο σκληρά όσο φάνηκε, Κούριν», ρώτησε τελικά η Κυρά των Κυμάτων, «ή μήπως όλα αυτά τα τινάγματα και τα κλαψουρίσματα ήταν ψεύτικα;» Η Νυνάβε πάσχισε να της ρίξει μια ματιά γεμάτη αγανάκτηση. Δεν κλαψούρισε ούτε στιγμή! Σωστά; Η αντίδραση της Ζάιντα, ωστόσο, στην κατήφειά της, ήταν όση και του βράχου όταν τον χτυπούν οι σταγόνες της βροχής.

«Με τόσο πολλή προσπάθεια, Κυρά των Κυμάτων», είπε η Κούριν κάπως απρόθυμα, «θα μπορούσε να σύρει ολόκληρο ιστιοφόρο». Πάντως, τα επίπεδα μαύρα βότσαλα των ματιών της εξακολουθούσαν να κρύβουν περιφρόνηση. Μόνο όσοι ζούσαν στη θάλασσα ήταν άξιοι του σεβασμού της.

«Ελευθέρωσε την, Τάλααν», πρόσταξε η Ζάιντα, κι η θωράκιση —όπως και τα δεσμά— εξαφανίστηκαν, καθώς η γυναίκα κατευθύνθηκε προς τα καθίσματα, δίχως να ρίξει άλλη ματιά στη Νυνάβε. «Ανεμοσκόποι, θα πρέπει να συζητήσουμε κάποια πράγματα μόλις φύγει αυτή. Θα τα πούμε αύριο την ίδια ώρα, Νυνάβε Σεντάι».

Τακτοποιώντας τα τσαλακωμένα της ρούχα και πετώντας από πάνω της οργισμένη την εσάρπα, η Νυνάβε προσπάθησε να ανακτήσει λίγη αξιοπρέπεια. Δεν ήταν εύκολο, έτσι όπως κολλούσε από τον ιδρώτα κι έτρεμε. Σίγουρα, όμως, δεν είχε κλαψουρίσει! Πάσχισε να μη ρίξει ούτε ματιά στη γυναίκα που τη θωράκισε. Δύο φορές! Στάθηκε ακίνητη, πειθήνια και μαλακή σαν βούτυρο, με το βλέμμα καρφωμένο στο χαλί. Χα! Η Νυνάβε τίναξε την εσάρπα γύρω από τους ώμους της. «Αύριο είναι η σειρά της Σάριθα Σεντάι, Κυρά των Κυμάτων». Αν μη τι άλλο, η φωνή της ήταν σταθερή. «Θα είμαι απασχολημένη, μέχρι....»

«Η διδασκαλία σου είναι πιο εποικοδομητική από των υπολοίπων», είπε η Ζάιντα, που ακόμη δεν είχε μπει στον κόπο να την κοιτάξει. «Την ίδια ώρα, ειδάλλως θα στείλω τις μαθήτριές σου να σε κουβαλήσουν εδώ. Μπορείς να φύγεις τώρα». Με τον τρόπο που το είπε, ήταν σαν να την πρόσταζε να φύγει.

Καταβάλλοντας προσπάθεια, η Νυνάβε κατάπιε τις διαφωνίες της. Η γεύση τους ήταν πικρή. Πιο εποικοδομητική; Τι να σήμαινε αυτό, άραγε; Δεν ήταν σίγουρη ότι ήθελε να μάθει.

Μέχρι να εγκαταλείψει το δωμάτιο, εξακολουθούσε να παίζει ρόλο δασκάλας —οι Θαλασσινές ήταν ιδιαίτερα αυστηρές με τους κανόνες. Η Νυνάβε υπέθεσε πως οι ελαστικοί κανόνες πάνω σε ένα πλοίο μπορεί πράγματι να οδηγούσαν σε φασαρίες, αλλά μακάρι αυτές οι γυναίκες να συνειδητοποιούσαν ότι δεν βρίσκονταν σε πλοίο— κάτι που σήμαινε πως δεν μπορούσε έτσι απλά να απομακρυνθεί, όσο πολύ κι αν το επιθυμούσε. Κι ακόμα χειρότερα, οι νόμοι τους είχαν συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες σχετικά με στεριανούς δασκάλους. Υπέθεσε πως θα μπορούσε να αρνηθεί να συνεργαστεί, αλλά αν παράβαινε τη συμφωνία στο ελάχιστο, οι γυναίκες αυτές θα έφευγαν από το Δάκρυ και θα κατευθύνονταν το Φως μόνο ξέρει πού! Όλος ο κόσμος θα μάθαινε πως οι Άες Σεντάι είχαν αθετήσει τον λόγο τους. Δεν τολμούσε καν να σκεφτεί τον αντίκτυπο στις υπόλοιπες Άες Σεντάι. Αίμα και ματωμένες στάχτες! Η Εγκουέν είχε όντως δίκιο, που να καιγόταν γι’ αυτό!