Выбрать главу

«Σε ευχαριστώ, Κυρά των Κυμάτων, που μου επέτρεψες να σε διδάξω», είπε, κάνοντας μια υπόκλιση κι αγγίζοντας με τα δάχτυλά της το μέτωπο, τα χείλη και την καρδιά. Η υπόκλιση δεν ήταν πολύ βαθιά, έμοιαζε μάλλον με σύντομο νεύμα, αλλά ήταν αρκετή για σήμερα. Εν πάση περιπτώσει, μπορεί να ήταν και δυο νεύματα. Προς τις Ανεμοσκόπους όμως, ήταν πάντα ένα. «Σας ευχαριστώ, Ανεμοσκόποι, που μου επιτρέψατε να σας διδάξω». Οι αδελφές που πήγαν τελικά με τους Άθα’αν Μιέρε θα έσκαγαν μόλις μάθαιναν ότι οι μαθήτριες τους θα τους έλεγαν τι να διδάξουν και πότε, και θα τις διέταζαν τι να κάνουν όταν δεν θα δίδασκαν. Πάνω σε σκάφος των Θαλασσινών, ένας στεριανός δάσκαλος ήταν ανώτερος μόνο από έναν απλό μούτσο. Οι δε αδελφές δεν διέθεταν καν τα παχυλά βαλάντια και το χρυσάφι, ώστε να δελεάσουν κι άλλους δασκάλους να επιβιβαστούν.

Η αντίδραση της Ζάιντα και των Ανεμοσκόπων στα λόγια της Νυνάβε δεν διέφερε από την αντίδραση που θα είχαν αν τους ανακοίνωνε την αναχώρηση του ένας ναύτης κατωτάτου επιπέδου. Έμειναν, δηλαδή, ακίνητες, σαν σιωπηλός σωρός, περιμένοντας προφανώς την αναχώρηση της, με σχετική ανυπομονησία μάλιστα. Μονάχα η Ράινυν την τίμησε με ένα βλέμμα. Ένα βλέμμα γεμάτο ανυπομονησία. Σε τελική ανάλυση, ήταν μια Ανεμοσκόπος. Η Τάλααν είχε παραμείνει ακίνητη στο ίδιο ακριβώς σημείο, μια μειλίχια φιγούρα που ατένιζε το χαλί μπροστά από τα γυμνά της πόδια.

Με το κεφάλι ψηλά και με ίσια την πλάτη, η Νυνάβε έφυγε από το δωμάτιο με όση αξιοπρέπεια μπορούσε να τυλίξει γύρω από το παρουσιαστικό της. Μια κάθιδρη φιγούρα με τσαλακωμένα κουρέλια. Μόλις βγήκε στον διάδρομο, άδραξε την πόρτα και με τα δυο της χέρια και την κοπάνησε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Ο δυνατός αντίλαλος του κρότου ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητικός. Αν παραπονιόταν κανείς, θα του έλεγε πως της γλίστρησε από τα χέρια. Κι, όντως, έτσι είχε συμβεί, από τη στιγμή που άρχισε να ταλαντεύεται.

Απομακρύνθηκε από την πόρτα και ξεσκόνισε τα χέρια της ευχαριστημένη. Την επόμενη στιγμή, έμεινε εμβρόντητη με αυτήν που είδε να την περιμένει στον διάδρομο.

Ντυμένη με ένα απλό σκούρο μπλε φόρεμα, που της είχε δώσει μια από τις γυναίκες του Σογιού, η Αλίβια δεν έμοιαζε διόλου παράξενη εκ πρώτης όψεως. Ήταν μια γυναίκα λίγο ψηλότερη της Νυνάβε, με λεπτές γραμμές στις άκρες των γαλάζιων ματιών της και λευκές τούφες στα χρυσοκίτρινα μαλλιά της. Τα γαλάζια εκείνα μάτια, ωστόσο, άστραφταν από ένταση, σαν μάτια γερακιού εστιασμένα πάνω στο θύμα.

«Με έστειλε η Κυρά Κόρλυ, να σου αναφέρω ότι θα επιθυμούσε να σε δει στο δείπνο απόψε», είπε το γαλανομάτικο γεράκι με τη βραδύγλωσση κι αργή προφορά των Σωντσάν. «Θα παρευρίσκονται επίσης οι Κυρές Καριστόβαν, Άρμαν και Ζουάρντε».

«Τι κάνεις εδώ πέρα μοναχή σου;» απαίτησε να μάθει η Νυνάβε. Ευχήθηκε να ήταν σαν τις περισσότερες από τις άλλες αδελφές, ενήμερη για τη δύναμη μιας άλλης γυναίκας χωρίς καν να χρειαστεί να σκεφτεί, αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν είχε χρόνο να διδαχτεί. Ίσως κάποιοι από τους Αποδιωγμένους να υπερίσχυαν της Αλίβια, αλλά σίγουρα κανείς άλλος. Κι ήταν και Σωντσάν. Η Νυνάβε ευχήθηκε να υπήρχε και κάποιος άλλος αυτή τη στιγμή εκεί κοντά. Ακόμα κι ο Λαν, μολονότι τον είχε διατάξει να μην την ακολουθήσει στα μαθήματά της με τις Θαλασσινές. Δεν ήταν σίγουρη αν είχε πιστέψει τη χθεσινή της δικαιολογία σχετικά με το γλίστρημα στις σκάλες. «Δεν πρέπει να κυκλοφορείς χωρίς συνοδεία!»

Η Αλίβια έκανε μια αδιάφορη κίνηση, ανασηκώνοντας ελαφρώς τον ένα της ώμο. Λίγες μέρες πριν, δεν ήταν παρά ένα μάτσο χαζά χαμόγελα, ώστε συγκριτικά η Τάλααν φάνταζε θαρραλέα. Τώρα, δεν χαμογελούσε σε κανέναν. «Δεν υπήρχε κανείς ελεύθερος, οπότε ξεγλίστρησα από μόνη μου. Τέλος πάντων, αν με φρουρείς διαρκώς, εσύ δεν θα με εμπιστευτείς ποτέ κι εγώ δεν θα καταφέρω να σκοτώσω ποτέ μια σουλ’ντάμ». Αυτό, από μια άποψη, ακουγόταν ακόμα πιο ανατριχιαστικό, ειδικά λόγω του ανέμελου τρόπου που το έλεγε. «Θα έπρεπε να διδάσκεσαι από μένα. Αυτοί οι Άσα’μαν λένε πως είναι κινούμενα όπλα, κι όντως δεν είναι κακοί, αλλά εγώ είμαι καλύτερη».

«Μπορεί», αποκρίθηκε τραχιά η Νυνάβε, μετακινώντας την εσάρπα της. «Μπορεί, πάλι, να γνωρίζουμε πιο πολλά απ’ όσα νομίζεις». Δεν την ένοιαζε να κάνει επίδειξη σ’ αυτή τη γυναίκα κάποιων από τις υφάνσεις που είχε μάθει από τη Μογκέντιεν, συμπεριλαμβανομένων μερικών, που όλες συμφωνούσαν ότι ήταν πολύ αποκρουστικές για οποιονδήποτε. Εκτός... Ήταν σχεδόν σίγουρη πως η γυναίκα είχε την ικανότητα να την εξουδετερώσει εύκολα, ό,τι κι αν έκανε. Ήταν δύσκολο να διατηρήσει την ψυχραιμία της κάτω από αυτό το έντονο βλέμμα. «Μέχρι —κι εκτός αν!— αποφασιστεί κάτι διαφορετικό, δεν επιτρέπεται να με ξαναδείς χωρίς τη συνοδεία δύο ή τριών γυναικών του Σογιού, για το δικό σου καλό, δηλαδή».