«Αφού το λες εσύ», είπε η Αλίβια, ατάραχη. «Τι μήνυμα θέλεις να μεταφέρω στην Αρχόντισσα Κόρλυ;»
«Πες της ότι αδυνατώ να ανταποκριθώ στην ευγενική της πρόσκληση. Και τον νου σου σε όσα σου είπα!»
«Θα της το πω», είπε με μακρόσυρτη προφορά η Σωντσάν, αγνοώντας παντελώς την προειδοποίηση. «Δεν νομίζω, όμως, ότι επρόκειτο ακριβώς για πρόσκληση. Μια ώρα αφότου σκοτεινιάσει, έτσι είπε. Ίσως να χρειάζεται να το θυμάσαι αυτό». Με ένα ελαφρύ, πονηρό χαμόγελο, η γυναίκα απομακρύνθηκε, χωρίς να βιάζεται διόλου να επιστρέψει εκεί όπου ανήκε.
Η Νυνάβε αγριοκοίταξε την πλάτη της γυναίκας που ξεμάκραινε, κι όχι επειδή δεν υποκλίθηκε. Όχι μόνο γι’ αυτό, τουλάχιστον. Κρίμα που δεν έδωσε έμφαση σε μερικά από εκείνα τα ανόητα χαμόγελα, για τις αδελφές αν μη τι άλλο. Ρίχνοντας μια ματιά στην πόρτα που τη χώριζε από τους Άθα’αν Μιέρε, η Νυνάβε σκέφτηκε να ακολουθήσει την Αλίβια, για να βεβαιωθεί ότι έκανε όσα της είχε πει. Αντί γι’ αυτό όμως, πήγε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν βιαζόταν. Φυσικά, δεν θα ήταν ευχάριστο, αν οι Θαλασσινές έβγαιναν έξω και νόμιζαν ότι κρυφακούει, αλλά σίγουρα δεν βιαζόταν διόλου. Απλά, ήθελε να περπατάει κάπως ζωηρά. Αυτό ήταν όλο.
Οι Άθα’αν Μιέρε δεν ήταν οι μόνες που ήθελε να αποφύγει σε ολόκληρο το Παλάτι. Ώστε, δεν επρόκειτο ακριβώς για πρόσκληση, ε; Η Σουμέκο Καριστόβαν, η Χίλαρες Άρμαν κι η Φαμέλ Ζουάρντε ήταν μέλη του Πλεχτού Κύκλου μαζί με τη Ρεάνε Κόρλυ. Το δείπνο δεν ήταν παρά μια δικαιολογία. Ήθελαν να της μιλήσουν σχετικά με τις Ανεμοσκόπους. Και, πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με τη σχέση ανάμεσα στις Άες Σεντάι του Παλατιού και στις «αδέσποτες» των θαλασσινών. Πάντως, δεν θα την επέπλητταν επειδή απέτυχε να διατηρήσει σε υψηλό επίπεδο την αξιοπρέπεια του Λευκού Πύργου. Δεν το παρατραβούσαν· όχι ακόμα, τουλάχιστον, αν κι ήταν σχεδόν έτοιμες να το κάνουν. Το σίγουρο ήταν πως, καθ’ όλη τη διάρκεια του δείπνου, οι πονηρές ερωτήσεις και τα καυστικά σχόλια θα έδιναν και θα έπαιρναν, και δεν θα ήταν τόσο απλό να τους διατάξει να σταματήσουν. Σίγουρα δεν θα το έκαναν, εκτός αν υπάκουαν σε αυστηρή προσταγή. Άσε που, αν δεν πήγαινε η ίδια, δεν το είχαν σε τίποτα να έρθουν να τη βρουν. Η προσπάθεια που κατέβαλε να τις διδάξει να έχουν ισχυρό χαρακτήρα αποδείχτηκε τρομερό λάθος. Τουλάχιστον, δεν ήταν η μόνη που θα αναγκαζόταν να το υποφέρει, παρ’ όλο που πίστευε ότι η Ηλαίην είχε καταφέρει να αποφύγει τα χειρότερα. Πόσο πολύ θα ήθελε να τις ξαναδεί ντυμένες στα λευκά των μαθητευομένων ή με τις φορεσιές των Αποδεχθεισών. Πόσο πολύ θα ήθελε να μην ξαναδεί ποτέ τις Άθα’αν Μιέρε!
«Νυνάβε!» ακούστηκε μια αλλόκοτα πνιχτή κραυγή πίσω της. Η προφορά ανήκε σε θαλασσινή. «Νυνάβε!»
Απομακρύνοντας το χέρι από την πλεξούδα της, η Νυνάβε στράφηκε απότομα, έτοιμη να αρχίσει την κατσάδα. Δεν ήταν ώρα διδασκαλίας, δεν βρίσκονταν πάνω στο πλοίο και, σε τελική ανάλυση, το μόνο που ήθελε ήταν να την αφήσουν ήσυχη!
Η Τάλααν σταμάτησε απότομα μπροστά της, με τα γυμνά της πόδια να γλιστρούν πάνω στις πορφυρές πλάκες του δαπέδου. Λαχανιασμένη, η νεαρή γυναίκα γύρισε το κεφάλι της, λες και φοβόταν μήπως κάποιος την πλησιάσει στα κρυφά. Τιναζόταν από φόβο κάθε φορά που έβλεπε με την άκρη του ματιού της κάποιον υπηρέτη με λιβρέα, και μόλις συνειδητοποιούσε ότι ήταν απλώς υπηρέτης, ανάσαινε ανακουφισμένη. «Μπορώ να πάω στον Λευκό Πύργο;» ρώτησε χωρίς να πάρει ανάσα, τρίβοντας τα χέρια της το ένα με το άλλο και στηριζόμενη πότε στο ένα και πότε στο άλλο πόδι. «Δεν πρόκειται να με διαλέξουν ποτέ. Αν αφήσω για πάντα τη θάλασσα, θα το θεωρήσουν θυσία, αλλά το όνειρό μου είναι να γίνω μαθητευόμενη. Θα μου λείψει τρομερά η μητέρα μου, όμως... Σε παρακαλώ. Πρέπει να με πάρεις μαζί σου στον Πύργο. Πρέπει!»
Η Νυνάβε βλεφάρισε στην πλημμυρίδα των λόγων της. Πολλές γυναίκες ονειρεύονταν να γίνουν Άες Σεντάι, αλλά πρώτη φορά έβλεπε κάποια να θέλει να γίνει μαθητευόμενη. Επιπλέον... Οι Άθα’αν Μιέρε αρνούνταν την είσοδο στις Άες Σεντάι σε οποιοδήποτε πλοίο διέθετε Ανεμοσκόπο ικανή να διαβιβάζει, αλλά για να εμποδίσουν τις αδελφές να χώνουν παντού τη μύτη τους, διάλεγαν πότε-πότε μια μαθητευόμενη και την έστελναν στον Λευκό Πύργο. Η Εγκουέν έλεγε πως, προς το παρόν, υπήρχαν τρεις Θαλασσινές αδελφές, όλες αδύναμες ως προς τη Δύναμη. Τρεις χιλιάδες χρόνια ήταν αρκετά για να πείσουν τον Πύργο ότι η ικανότητα αυτή ήταν σπάνια κι ασήμαντη μεταξύ των θηλυκών Άθα’αν Μιέρε, κι ότι δεν άξιζε τον κόπο να γίνει κάποια έρευνα. Η Τάλααν είχε δίκιο. Σε καμία γυναίκα ισχυρή όσο η ίδια δεν θα επιτρεπόταν η πρόσβαση στον Πύργο, ακόμα και τώρα, που το δόλιο τέχνασμά τους έπαιρνε τέλος. Η αλήθεια ήταν πως αποτελούσε μέρος της συμφωνίας ότι οι αδελφές Άθα’αν Μιέρε θα έπαυαν να εποφθαλμιούν τη θέση των Άες Σεντάι και θα γύριζαν στα πλοία τους. Η Αίθουσα του Πύργου σίγουρα θα έβαζε τις φωνές αν μάθαινε κάτι τέτοιο!