Выбрать главу

«Η εκπαίδευση, ξέρεις, είναι πολύ σκληρή, Τάλααν», αποκρίθηκε ευγενικά η Νυνάβε, «κι, άλλωστε, πρέπει να είστε τουλάχιστον δεκαπέντε υποψήφιες. Επιπλέον...» Κάτι άλλο που είχε αναφέρει η νεαρή γυναίκα ξεπήδησε απότομα στο μυαλό της. «Θα σου λείψει η μητέρα σου, είπες;» ρώτησε κάπως καχύποπτα, χωρίς να νοιάζεται διόλου πώς ερμηνευόταν ο τόνος της φωνής της.

«Μπήκα στα δεκαεννιά!» απάντησε η Τάλααν αγανακτισμένη. Κοιτώντας αυτό το αγορίστικο πρόσωπο και παρουσιαστικό, η Νυνάβε δυσκολευόταν να το πιστέψει. «Εννοείται πως θα μου λείψει η μητέρα μου. Τόσο αφύσικη φαίνομαι; Α, μάλιστα. Δεν κατάλαβες. Σε προσωπικό επίπεδο, τρέφουμε μεγάλη στοργή η μία για την άλλη, αλλά αποφεύγει να δείχνει την εύνοια της δημοσίως. Για εμάς, αυτό είναι σοβαρό έγκλημα. Θα μπορούσαν να την καθαιρέσουν και να μας μαστιγώσουν και τις δυο μας, έχοντας μας κρεμασμένες ανάποδα από το ιστίο».

Η Νυνάβε έκανε μια γκριμάτσα στην αναφορά του ανάποδου κρεμάσματος. «Καταλαβαίνω ότι σίγουρα θα ήθελες να το αποφύγεις αυτό», είπε. «Ωστόσο...»

«Όλες προσπαθούν να αποφύγουν και την παραμικρή υποψία εύνοιας, αλλά τα πράγματα είναι χειρότερα για εμένα, Νυνάβε!» Το κορίτσι —ή νεαρή γυναίκα, εν πάση περιπτώσει— όντως θα έπρεπε να μάθει μερικά πράγματα πριν γίνει μαθητευόμενη, όπως για παράδειγμα να μη διακόπτει τα λεγόμενα μιας αδελφής. Όχι ότι μπορούσε, βέβαια. Η Νυνάβε προσπάθησε να πάρει εκ νέου την πρωτοβουλία, αλλά τα λόγια ξεχύνονταν σαν χείμαρρος από το στόμα της Τάλααν. «Η γιαγιά μου είναι Ανεμοσκόπος στην Κυρά των Κυμάτων της Φατρίας Ροσαίν, ενώ η προγιαγιά μου είναι Ανεμοσκόπος στη Φατρία Ντέικαν κι η αδελφή της στη Φατρία Τακάνα. Η οικογένειά μου έχει την τιμή πέντε από τα μέλη της να έχουν φτάσει πολύ ψηλά. Και όλοι ψάχνουν για ενδείξεις ότι οι Γκέλυν εκμεταλλεύονται την επιρροή που έχουν. Και δικαίως, το ξέρω —μια κι η εύνοια είναι ανεπίτρεπτη— αλλά η αδελφή μου υπήρξε μαθητευόμενη πέντε χρόνια περισσότερο από το κανονικό, κι η ξαδέλφη μου έξι! Έτσι, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ευνοήθηκαν. Όταν υπολογίζω τα άστρα και προσδιορίζω σωστά το στίγμα μας, τιμωρούμαι επειδή είμαι αργή, ακόμα κι όταν δίνω εξίσου γρήγορες απαντήσεις με την Ανεμοσκόπο Έχβον! Όταν γεύομαι τη θάλασσα και κατονομάζω την ακτή που προσεγγίζουμε, τιμωρούμαι επειδή η γεύση που κατονομάζω δεν είναι ίδια με αυτή της Ανεμοσκόπου Έχβον! Δύο φορές σε θωράκισα, κι όμως απόψε θα με κρεμάσουν από τους αστραγάλους, επειδή δεν το έκανα νωρίτερα! Τιμωρούμαι για σφάλματα που για άλλες παραβλέπονται, σφάλματα τα οποία δεν έκανα ποτέ, επειδή έτσι πρέπει! Άραγε, οι μαθητευόμενες σου εκπαιδεύονται σκληρότερα, Νυνάβε;»

«Η εκπαίδευση των μαθητευομένων μου», είπε αχνά η Νυνάβε. Μακάρι αυτή η γυναίκα να έπαυε να επαναλαμβάνει ότι θα την κρεμούσαν ανάποδα. «Τέλος πάντων, μάλλον δεν θα ήθελες να ακούσεις γι’ αυτό το ζήτημα». Τέσσερις γενιές γυναικών με αυτή την ικανότητα; Μα το Φως! Ακόμα και το κληρονομικό χάρισμα από μάνα σε κόρη ήταν κάτι σπάνιο. Ο Πύργος σίγουρα θα ήθελε κάποια σαν την Τάλααν, αν και κάτι τέτοιο μάλλον δεν θα συνέβαινε. «Να υποθέσω δηλαδή πως η Κάιρε κι η Τεμπρέιλ αγαπιούνται πραγματικά μεταξύ τους, ε;» είπε, προσπαθώντας να αλλάξει θέμα.

Η Τάλααν κάγχασε. «Η θεία μου είναι δόλια κι άτιμη. Γλεντάει κάθε εξευτελισμό που μπορεί να προκαλέσει στη μητέρα μου. Η μάνα μου όμως θα την υποβιβάσει, όπως της αξίζει άλλωστε. Κάποια μέρα, η Τεμπρέιλ θα βρεθεί σε κανένα μπρίκι, στο έλεος μιας Κυράς των Πανιών με σιδερένια γροθιά και χαλασμένα δόντια!» Ένευσε βλοσυρά, ικανοποιημένη από τη σκέψη και μόνο. Κατόπιν, γουρλώνοντας τα μάτια, αναπήδησε σαν ελαφάκι, καθώς ένας υπηρέτης πέρασε πίσω της, κάτι που την επανάφερε στον αρχικό της σκοπό. Άρχισε να μιλάει βιαστικά, πασχίζοντας να ρίχνει ταυτόχρονες ματιές προς κάθε κατεύθυνση. «Φυσικά, δεν γίνεται να εκφραστείς κατά τη διάρκεια των μαθημάτων, αλλά μπορείς να το κάνεις οποιαδήποτε άλλη στιγμή. Πες τους πως πρόκειται να πάω στον Πύργο, και μάλλον δεν θα σου το αρνηθούν. Στο κάτω-κάτω, είσαι Άες Σεντάι!»

Η Νυνάβε κοίταξε το κορίτσι με γουρλωμένα μάτια. Και θα τα είχαν ξεχάσει όλα αυτά μέχρι την επόμενη φορά που θα τους έκανε μάθημα; Η ανόητη, είχε δει τι της έκαναν! «Καταλαβαίνω πόσο πολύ θέλεις να πας, Τάλααν», είπε, «όμως...»