«Σ’ ευχαριστώ», τη διέκοψε η Τάλααν, κάνοντας μια γρήγορη υπόκλιση. «Σ’ ευχαριστώ!» Κι απομακρύνθηκε, τρέχοντας στον διάδρομο, απ’ όπου είχε εμφανιστεί.
«Περίμενε!» της φώναξε η Νυνάβε, κάνοντας λίγα βήματα προς το μέρος της. «Γύρνα πίσω! Δεν υποσχέθηκα τίποτα!»
Οι υπηρέτες στράφηκαν να την κοιτάξουν, και συνέχισαν να της ρίχνουν απορημένες ματιές ακόμα κι όταν επέστρεψαν στις δουλειές τους. Η Νυνάβε σκέφτηκε να ακολουθήσει την ανόητη γυναίκα, αλλά φοβήθηκε πως έτσι θα έπεφτε πάνω στη Ζάιντα και στις υπόλοιπες. Κι αυτή η ηλίθια ήταν πολύ πιθανό να αρχίσει να διαδίδει από δω κι από κει ότι θα πήγαινε στον Πύργο κι ότι της το είχε υποσχεθεί η Νυνάβε. Μα το Φως, ίσως να τους το ξεφούρνιζε ήδη!
«Μοιάζεις σαν να κατάπιες χαλασμένο δαμάσκηνο», ακούστηκε η φωνή του Λαν, που εμφανίστηκε πλάι της, ψηλός, στιβαρός κι εκπληκτικά όμορφος, μες στο καλοραμμένο πράσινο πανωφόρι του. Η Νυνάβε αναρωτήθηκε πόση ώρα βρισκόταν εκεί. Ήταν κάπως παράξενο ένας τόσο τεράστιος άντρας με επιβλητικό παρουσιαστικό να στέκεται τόσο ακίνητος, ώστε να μην τον προσέξεις, ακόμα και χωρίς μανδύα Προμάχου.
«Ολόκληρο καλάθι κατάπια», μουρμούρισε η Νυνάβε, πιέζοντας το πρόσωπό της πάνω στο φαρδύ στέρνο του συζύγου της. Ένιωθε ωραία έτσι όπως έγερνε, για μια στιγμή μονάχα, πάνω στο δυνατό του κορμί, ενώ αυτός της χάιδευε απαλά τα μαλλιά, έστω κι αν η γυναίκα αναγκάστηκε να μετακινήσει τη λαβή του σπαθιού του από τα πλευρά της. Κι ας πάνε να πνιγούν όσοι παρακολουθούσαν αυτή τη δημόσια εκδήλωση στοργής. Για τη Νυνάβε, το ένα κακό έφερνε το άλλο, συσσωρεύοντας έναν τεράστιο σωρό προβλημάτων. Ακόμα κι αν έλεγε στη Ζάιντα και στις υπόλοιπες ότι δεν είχε κανέναν σκοπό να πάρει την Τάλααν στον Πύργο, θα την έγδερναν. Ούτε από τον Λαν μπορούσε να το κρύψει αυτή τη φορά, ακόμα κι αν τα είχε καταφέρει την πρώτη. Σίγουρα θα το μάθαινε η Ρεάνε, όπως κι άλλες επίσης. Κι η Άλις! Τότε, θα άρχιζαν να της συμπεριφέρονται όπως στη Μέριλιλ, αγνοώντας επιδεικτικά τις προσταγές της, και με τον σεβασμό τους απέναντι της να είναι ίδιος με εκείνον των Ανεμοσκόπων προς την Τάλααν. Πιθανότατα, θα της φόρτωναν τη φρούρηση της Αλίβια, κάτι που θα ήταν καταστροφή κι απόλυτος εξευτελισμός. Φαίνεται πως, τελευταία, το να βρίσκει τρόπους να εξευτελίζεται ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. Και κάθε τέταρτη μέρα θα έπρεπε να αντιμετωπίζει τη Ζάιντα και τις Ανεμοσκόπους.
«Θυμάσαι χθες το πρωί που με κράτησες στα διαμερίσματά μας;» μουρμούρισε κοιτώντας τον, διακρίνοντας ένα πλατύ χαμόγελο να αντικαθιστά την ανησυχία στο πρόσωπό του. Φυσικά και θυμόταν. Το πρόσωπό της ζωήρεψε. Άλλο να μιλάς σε φίλους, κι άλλο να είσαι ειλικρινής με τον άντρα σου. «Λοιπόν, θέλω να με πας εκεί αμέσως και να με εμποδίσεις να φορέσω ρούχα για κανένα χρόνο!» Σε πρώτη φάση, έδειχνε αρκετά αχαλίνωτη, αλλά ο Λαν είχε τρόπους να την κάνει να ξεχάσει τη λύσσα της.
Ο άντρας τίναξε το κεφάλι του προς τα πίσω, γέλασε βροντερά κι, ένα λεπτό αργότερα, η Νυνάβε τον μιμήθηκε. Ωστόσο, ήθελε να κλάψει. Στην πραγματικότητα, δεν αστειευόταν καθόλου.
Το να έχει σύζυγο σήμαινε ότι δεν χρειαζόταν να μοιράζεται το κρεβάτι της με άλλη γυναίκα, ή με δύο, κάτι που της εξασφάλιζε καθιστικό. Δεν ήταν μεγάλο, αλλά έμοιαζε πάντα άνετο, με ένα ωραίο τζάκι κι ένα μικρό τραπέζι με τέσσερα καθίσματα. Ό,τι ακριβώς χρειάζονταν η ίδια κι ο Λαν. Ωστόσο, μόλις μπήκαν στο καθιστικό, ανακάλυψε πως οι ελπίδες της για λίγη απομόνωση έκαναν φτερά. Η Αρχιυπηρέτρια τους περίμενε καταμεσής του λουλουδάτου κιλιμιού, μεγαλοπρεπής σαν βασίλισσα, τακτοποιημένη λες και μόλις είχε ντυθεί, και διόλου ευχαριστημένη. Σε μια γωνιά του δωματίου βρισκόταν ένας άτσαλα ντυμένος κι ασουλούπωτος τύπος με μια αηδιαστική κρεατσελιά στη μύτη και με ένα δισάκι να κρέμεται βαριά από τον ένα του ώμο.
«Αυτός εδώ ισχυρίζεται πως έχει κάτι επείγον για σένα», είπε η Κυρά Χάρφορ κάνοντας μια σύντομη υπόκλιση. Πολύ σύντομη, αλλά ευπρεπέστατη. Δεν έμπαινε στον κόπο να υποκλίνεται στον καθένα, εκτός από την Ηλαίην. Η χροιά της φωνής της ακουγόταν αποδοκιμαστική, τόσο για τη Νυνάβε, όσο και για τον τύπο με την κρεατοελιά. «Δεν διστάζω να σας αναφέρω ότι δεν μου εμπνέει εμπιστοσύνη».
Η Νυνάβε ήταν κουρασμένη και το να αγκαλιάσει την Πηγή έμοιαζε πέραν των δυνάμεων της, ωστόσο τα κατάφερε μέσα σε μια στιγμή, αφού στο μυαλό της ξεπήδησαν σκέψεις περί δολοφόνων και το Φως μόνο ξέρει τι άλλο. Ο Λαν θα πρέπει να παρατήρησε κάποια αλλαγή στο πρόσωπό της, γιατί έκανε ένα βήμα μπρος, προς το μέρος του τύπου με την κρεατοελιά. Δεν άγγιξε καν το ξίφος του, αλλά ξαφνικά πήρε μια στάση λες κι η λάμα είχε ήδη τραβηχτεί. Η Νυνάβε δεν μπορούσε να καταλάβει με ποιον τρόπο διάβαζε το μυαλό της μερικές φορές, όταν μάλιστα κάποια άλλη κρατούσε τον δεσμό του, αλλά όπως και να έχει ήταν ευχαριστημένη. Μπορεί να κατάφερε να ανταγωνιστεί την Τάλααν —στη δύναμη, τουλάχιστον— αλλά δεν ήταν σίγουρη αν εκείνη την ώρα μπορούσε να διαβιβάσει αρκετά για να αναποδογυρίσει μια καρέκλα. «Δεν νομίζω», άρχισε να λέει.