Выбрать главу

«Περιμένετε εδώ έξω και μην επιτρέψετε σε κανέναν να περάσει», διέταξε τις Φρουρούς της. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να διασπαστεί η προσοχή της. Με λίγη τύχη, κανείς δεν θα αναγνώριζε τι σήμαιναν αυτές οι όμορφες στολές που φορούσαν οι σωματοφύλακές της, μια και κανείς δεν ήξερε την ύπαρξή τους. «Δεν θα κάνω πάνω από λίγα λεπτά».

Οι γυναίκες χαιρέτησαν βιαστικά, με τον βραχίονα στο στήθος, και πήραν θέσεις αμφοτέρωθεν της εισόδου. Η Κάσεϊλ με το πέτρινο πρόσωπο είχε τυλίξει την παλάμη της γύρω από τη λαβή του σπαθιού της, ενώ η Ντάνι κρατούσε και με τα δυο χέρια το μακρόστενο ρόπαλο και χαμογελούσε αδιόρατα. Η Ηλαίην ήταν σίγουρη πως η γεροδεμένη γυναίκα πίστευε ότι η Μιν την είχε φέρει μέχρις εδώ για να συναντήσει κάποιον κρυφό εραστή. Το ίδιο μάλλον πίστευε κι η Κάσεϊλ. Δεν ήταν και τόσο διακριτικές όσο θα έπρεπε μπροστά στις δύο γυναίκες. Καμιά τους δεν είχε αναφέρει κάποιο όνομα, αλλά δεν είχαν πάψει να μιλούν για «αυτόν που έκανε ετούτο ή το άλλο». Τουλάχιστον, καμία από τις δύο φρουρούς δεν προσπάθησε να βρει κάποια δικαιολογία για να φύγει και να το αναφέρει στην Μπιργκίτε. Σε τελική ανάλυση, αποτελούσαν τη δική της σωματοφυλακή, όχι της Μπιργκίτε. Μόνο που θα ήταν δύσκολο να εμποδίσουν την παρέμβαση της Προμάχου, αν η Ηλαίην συγκάλυπτε σύντομα τον δεσμό.

Συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι ήταν ταραγμένη. Ο άντρας που ονειρευόταν κάθε νύχτα στεκόταν πίσω από αυτή την πόρτα, κι εκείνη καθόταν εκεί, ακίνητη σαν άγαλμα. Τον περίμενε τόσο καιρό, τον ήθελε όσο τίποτε άλλο, και τώρα σχεδόν φοβόταν. Δεν μπορούσε να αφήσει να γίνει κάποιο λάθος. Καταβάλλοντας προσπάθεια, ανέκτησε την αυτοκυριαρχία της.

«Είσαι έτοιμη;» Ο τόνος της φωνής της δεν ήταν τόσο δυνατός όσο ήλπιζε, αλλά τουλάχιστον δεν τρεμούλιαζε. Ένιωσε πεταλούδες, μεγάλες σαν αλεπούδες, να πεταρίζουν στο στομάχι της. Κάτι τέτοιο είχε να συμβεί πολύ καιρό.

«Ασφαλώς», αποκρίθηκε η Αβιέντα, ξεροκαταπίνοντας.

«Κι εγώ είμαι έτοιμη», είπε κι η Μιν.

Μπήκαν χωρίς να χτυπήσουν, κι έκλεισαν βιαστικά την πόρτα πίσω τους.

Η Νυνάβε αναπήδησε, ξαφνιασμένη και με τα μάτια γουρλωμένα, πριν ακόμα προχωρήσουν στο καθιστικό, αλλά η Ηλαίην δεν πρόσεξε ούτε αυτή ούτε τον Λαν, παρ’ όλο που η γλυκιά μυρωδιά της πίπας τού Προμάχου γέμιζε τον χώρο. Ναι, ο Ραντ όντως βρισκόταν εκεί, μολονότι η Ηλαίην δυσκολευόταν να το πιστέψει. Αυτή η απαίσια μεταμφίεση που είχε περιγράψει η Μιν είχε εξαφανιστεί, εκτός από την κουρελιασμένη φορεσιά και τα τραχιά γάντια, κι ο ίδιος ήταν... όμορφος.

Μόλις την είδε, αναπήδησε από το κάθισμα του, αλλά πριν ακόμα καταφέρει να σηκωθεί όρθιος, τρίκλισε κι άδραξε το τραπέζι και με τα δύο χέρια, αναγουλιάζοντας κι έτοιμος να κάνει εμετό. Η Ηλαίην αγκάλιασε την Πηγή κι έκανε ένα βήμα προς το μέρος του, κατόπιν σταμάτησε κι άφησε τη Δύναμη. Η ικανότητά της στη Θεραπεία ήταν εξαιρετικά περιορισμένη και η Νυνάβε είχε κινηθεί το ίδιο γοργά, με τη λάμψη του σαϊντάρ να την περιτριγυρίζει και με τα χέρια ανασηκωμένα προς το μέρος του Ραντ.

Ο άντρας οπισθοχώρησε και της έκανε νόημα να απομακρυνθεί. «Δεν υπάρχει τίποτα για να Θεραπεύσεις, Νυνάβε», της είπε τραχιά. «Όπως και να έχει, φαίνεται πως έχεις δίκιο». Το πρόσωπό του ήταν μια άκαμπτη μάσκα, που έκρυβε διάφορα συναισθήματα, αλλά η Ηλαίην είχε την εντύπωση πως τα μάτια του ρουφούσαν την ίδια και την Αβιέντα. Παραξενεύτηκε που κάτι τέτοιο την ευχαρίστησε. Ήλπιζε να εξελίσσονταν έτσι τα πράγματα, ήλπιζε να τα κατάφερνε για το καλό της αδελφής της, και τώρα δεν χρειαζόταν να κάνει την παραμικρή προσπάθεια. Ο Ραντ χρειάστηκε να προσπαθήσει πολύ για να ισιώσει το κορμί του, όπως και για να αποτραβήξει το βλέμμα του από την Ηλαίην και την Αβιέντα, αν και προσπάθησε να τα κρύψει και τα δύο. «Πέρασε η ώρα, Μιν», είπε.

Η Ηλαίην έμεινε με το στόμα ανοικτό. «Νομίζεις πως μπορείς να φύγεις έτσι απλά, χωρίς να μας πεις κουβέντα;» κατάφερε να ψελλίσει.

«Άντρες!» αναφώνησαν με μια ανάσα η Μιν κι η Αβιέντα σχεδόν ταυτόχρονα, ανταλλάσσοντας ξαφνιασμένα βλέμματα. Ξεδίπλωσαν βιαστικά τα μπράτσα τους. Για μια στιγμή, και παρά τις ασυμφωνίες που τις χαρακτήριζαν, ήταν κι οι δύο αντικαθρέφτισμα της γυναικείας αποστροφής.

«Αυτοί που προσπάθησαν να με σκοτώσουν στην Καιρχίν θα μετέτρεπαν αυτό το παλάτι σε μπάζα, αν ήξεραν ότι βρίσκομαι εδώ», είπε ήσυχα ο Ραντ. «Ακόμα κι αν το υποπτεύονταν απλώς, θα ήταν αρκετό. Υποθέτω πως η Μιν σάς ανέφερε ότι επρόκειτο για Άσα’μαν. Μην εμπιστεύεστε κανέναν, εκτός από τρεις ίσως. Τον Ντάμερ Φλιν, τον Τζαχάρ Ναρίσμα και τον Έμπεν Χόπγουιλ. Αυτούς να εμπιστεύεστε. Για τους υπόλοιπους...» Έσφιξε τις γαντοφορεμένες του παλάμες στα πλευρά του, χωρίς φαινομενικά να το πάρει είδηση. «Μερικές φορές, ένα ξίφος σε προδίδει, αλλά εγώ εξακολουθώ να το χρειάζομαι. Τέλος πάντων, μείνετε μακριά από άντρες με μαύρα πανωφόρια. Λοιπόν, δεν έχουμε χρόνο για κουβέντες. Καλύτερα να φεύγω το γρηγορότερο». Η Ηλαίην είχε λαθέψει. Ο Ραντ δεν ήταν ακριβώς όπως τον είχε ονειρευτεί. Μερικές φορές υπήρχε επάνω του κάτι το παιδιάστικο, αλλά φαίνεται ότι είχε εξατμιστεί κι αυτό. Τον λυπήθηκε, αν και δεν πίστευε ότι ο ίδιος θα μπορούσε ποτέ να λυπηθεί τον εαυτό του.