Выбрать главу

Ο ιδρώτας είχε μουσκέψει την Τάλεν, μετατρέποντας τα χρυσαφένια μαλλιά της σε μια μπερδεμένη μάζα, ποτίζοντας το λινό της ρούχο σε σημείο να κολλάει πάνω της. Τα υπόλοιπα ενδύματά της σχημάτιζαν έναν ανάκατο σωρό σε μια γωνία. Τα κλειστά ματόκλαδά της πετάρισαν κι από το στόμα της βγήκε μια σταθερή ροή από πνιχτά βογκητά και κλαψουρίσματα, σαν σιγανές ικεσίες. Η Σέαν ένιωσε άρρωστη, αλλά αδυνατούσε να αποτραβήξει το βλέμμα της. Η Τάλεν ήταν φίλη της. Είχε υπάρξει φίλη της.

Παρά την ονομασία του, το τερ’ανγκριάλ δεν έμοιαζε διόλου με κάθισμα· απλά, ήταν ένα τεράστιο, ορθογώνιο κομμάτι από γκρίζο μάρμαρο. Κανείς δεν γνώριζε από τι ήταν φτιαγμένο, αλλά το υλικό του ήταν σκληρό σαν ατσάλι, παντού, εκτός από την κυρτή κορυφή. Η αγαλμάτινη Πράσινη ήταν κάπως βυθισμένη σε αυτή την εσοχή, η οποία είχε προσκολληθεί επάνω της, παίρνοντας το σχήμα του κορμιού της, άσχετα από το πόσο ανασκιρτούσε η γυναίκα. Οι υφάνσεις της Ντόεσιν έρρεαν μέσα στη μόνη ρωγμή του Καθίσματος, μία ορθογώνια οπή στη μια πλευρά, μεγέθους παλάμης, με μικροσκοπικές χαρακιές άτακτα σχηματισμένες γύρω της. Όσοι εγκληματίες συλλαμβάνονταν στην Ταρ Βάλον, κατέληγαν εδώ κάτω, για να δουν τι εστί Κάθισμα της Μετάνοιας και για να βιώσουν τις προσεκτικά επιλεγμένες συνέπειες των εγκλημάτων τους. Μόλις αφήνονταν ελεύθεροι, πάντοτε έτρεχαν να φύγουν από το νησί. Δεν υπήρχε μεγάλη εγκληματικότητα στην Ταρ Βάλον. Νιώθοντας κάπως ζαλισμένη, η Σέαν αναρωτήθηκε αν το Κάθισμα είχε ακόμη την ίδια χρήση με εκείνη της Εποχής των Θρύλων.

«Τι... βλέπει;» Παρά τη θέληση της, η ερώτηση βγήκε από το στόμα της ψιθυριστά. Η Τάλεν δεν έβλεπε απλώς· γι’ αυτήν, όλα φάνταζαν αληθινά. Δόξα στο Φως, δεν είχε κανέναν Πρόμαχο, κάτι ανήκουστο για Πράσινη. Ισχυριζόταν πως μια Καθήμενη δεν είχε ανάγκη Προμάχου. Τώρα, όμως, διαφορετικές αετίες ξεπηδούσαν στο μυαλό της.

«Μαστιγώθηκε για τα καλά από αυτούς τους καταραμένους τους Τρόλοκ», είπε με βραχνή φωνή η Ντόεσιν. Στη φωνή της ξεχώριζε κάπως η μητρική της, Καιρχινή προφορά, κάτι που δεν συνέβαινε συχνά, εκτός αν βρισκόταν υπό πίεση. «Όταν τελείωσαν... Βλέπει το καζάνι των Τρόλοκ να βράζει πάνω από τη φωτιά κι έναν Μυρντράαλ να την παρακολουθεί. Μου φαίνεται πως καταλαβαίνει ότι θα είναι η επόμενη ή η μεθεπόμενη. Να με πάρει και να με σηκώσει αν δεν εξουθενωθεί αυτή τη φορά...» Η Ντόεσιν σκούπισε με μια κίνηση όλο εκνευρισμό τον ιδρώτα από το μέτωπό της κι ανάσανε τραχιά. «Σταμάτα να με σκουντάς. Έχει περάσει καιρός από τότε που το έκανα τελευταία φορά».

«Ήδη το έχεις κάνει τρεις φορές», μουρμούρισε η Γιουκίρι. «Δύο είναι αρκετές για να λυγίσει κι ο χειρότερος πεισματάρης κάτω από τις ίδιες του τις ενοχές, αν μη τι άλλο! Κι αν είναι αθώα; Μα το Φως, είναι σαν να κλέβεις πρόβατα μπροστά στα μάτια του τσοπάνη!» Παρά το τρέμουλο, κατάφερνε να φαντάζει μεγαλοπρεπής, αλλά τα λόγια της πάντα έδειχναν αυτό που ήταν στην πραγματικότητα, μια χωριάτισσα δηλαδή. Αγριοκοίταξε τις υπόλοιπες με έναν νοσηρό τρόπο. «Ο νόμος απαγορεύει να χρησιμοποιούμε το Κάθισμα σε μαθητευόμενες. Θα μας καθαιρέσουν όλες! Και σαν να μην φτάνει που θα μας πετάξουν έξω από την Αίθουσα, πιθανόν να μας εξορίσουν κιόλας. Άσε που θα μας μαστιγώσουν πριν μας διώξουν, έτσι για ποικιλία! Που να καώ, αν έχουμε λαθέψει, θα σιγανευτούμε όλες!»

Η Σέαν ανατρίχιασε. Αυτό το τελευταίο θα μπορούσαν να το αποφύγουν, αν οι υποψίες τους αποδεικνύονταν σωστές. Όχι, δεν επρόκειτο για υποψίες αλλά για βεβαιότητες. Σίγουρα είχαν δίκιο! Ακόμα κι έτσι όμως, η Γιουκίρι ήταν σωστή όσον αφορούσε στα υπόλοιπα. Ο νόμος του Πύργου σπανίως άφηνε περιθώρια παράβασής του, σπανίως απέβλεπε στο υποτιθέμενο συμφέρον των πολλών. Ωστόσο, αν είχαν δίκιο, άξιζε τον κόπο. Μακάρι να έδεε το Φως να είχαν δίκιο!

«Είστε τυφλές και κουφές;» πετάχτηκε απότομα η Πεβάρα, κουνώντας τη Ράβδο των Όρκων προς το μέρος της Γιουκίρι. «Αρνήθηκε να πάρει ξανά τον Όρκο ότι δεν θα ξαναπεί ψέματα, κάτι που υπερβαίνει ακόμα κι αυτή την ανόητη έπαρση του Πράσινου Άτζα, ύστερα απ’ όσα έχουμε κάνει ήδη. Όταν τη θωράκισα, προσπάθησε να με μαχαιρώσει! Το κρίνετε τόσο αθώο αυτό; Ε; Το μόνο που περίμενε να κάνουμε ήταν να την κατσαδιάσουμε μέχρι να μαλλιάσει η γλώσσα μας! Για ποιο λόγο να περιμένει κάτι παραπάνω;»