Выбрать главу

«Θα γίνει όπως προστάζει η Αρχόντισσά μου», είπε ο Μπέυλ σε μια φαιδρή μίμηση τυπικότητας.

Η γυναίκα τον χτύπησε στα πλευρά, όχι με δύναμη, ίσα-ίσα να τον κάνει να γογγύξει. Έπρεπε να πάρει το μάθημά του! Δεν ήθελε να ξαναδεί το Έμπου Νταρ. Το μόνο που ήθελε ήταν να μείνει εκεί, τυλιγμένη στην αγκαλιά του Μπέυλ, χωρίς να χρειάζεται να πάρει αποφάσεις, να μείνει μαζί του ακίνητη για πάντα, σε εκείνο το σημείο.

Ένας κοφτός ήχος ακούστηκε από την πόρτα κι η γυναίκα τον απώθησε. Αν μη τι άλλο, ο Μπέυλ είχε αρκετή αντίληψη, ώστε να μη διαμαρτύρεται γι’ αυτό. Ενόσω φορούσε το πανωφόρι του, αυτή τίναξε τις πιέτες του φορέματός της και πάσχισε να ισιώσει τις ζάρες στο στρώμα του κρεβατιού, οι οποίες δεν ήταν και λίγες, παρότι είχε μείνει σχεδόν ακίνητη τόση ώρα. Το χτύπημα στην πόρτα μπορεί να σήμαινε κάποιο κάλεσμα εκ μέρους της Σούροθ ή να ήταν κάποια υπηρέτρια, που θα ήθελε να τη ρωτήσει αν χρειαζόταν τίποτα, αλλά όποιος κι αν ήταν, δεν σκόπευε να του δώσει την εντύπωση ότι είχε κυλιστεί στο κατάστρωμα.

Αφήνοντας κατά μέρος την ανώφελη προσπάθειά της, περίμενε μέχρι να κουμπωθεί ο Μπέυλ και να πάρει τη στάση που θεωρούνταν αρμόζουσα για έναν σο’τζίν —Σαν καπετάνιος στο κατάστρωμα, έτοιμος να εκφωνήσει διαταγές, σκέφτηκε αναστενάζοντας— κι ύστερα γάβγισε: «Εμπρός!» Περίμενε να αντικρίσει οποιονδήποτε, αλλά όχι τη γυναίκα που άνοιξε την πόρτα.

Η Μπέθαμιν την κοίταξε κάπως διστακτικά, γλίστρησε στο εσωτερικό κι έκλεισε την πόρτα μαλακά πίσω της. Η σουλ’ντάμ πήρε μια βαθιά ανάσα κι ύστερα γονάτισε, κρατώντας ίσιο το κορμί της. Το σκούρο μπλε φόρεμά της με το κόκκινο φάτνωμα που απεικόνιζε την αστραπή έμοιαζε πεντακάθαρο και σιδερωμένο. Η έντονη αντίθεση με τη δική της ατημελησία έκανε την Εγκήνιν να θυμώσει. «Αρχόντισσά μου», άρχισε να λέει η Μπέθαμιν κάπως αβέβαια, και ξεροκατάπιε. «Αρχόντισσά μου, θα ήθελα να σου πω δυο λόγια». Έριξε μια ματιά στον Μπέυλ κι έγλειψε τα χείλη της. «Ιδιαιτέρως, αν είναι δυνατόν, Αρχόντισσά μου».

Την τελευταία φορά που η Εγκήνιν είχε δει αυτή τη γυναίκα ήταν σε ένα υπόγειο, στο Τάντσικο, όταν έβγαλε ένα α’ντάμ από την Μπέθαμιν και της είπε να φύγει, κάτι που θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως εκβιασμός αν ανήκε στην Υψηλή Γενιά! Αναμφίβολα, η κατηγορία θα ήταν ισοδύναμη της απελευθέρωσης νταμέην. Προδοσία. Μόνο που η Μπέθαμιν δεν θα αποκάλυπτε τίποτα χωρίς να καταδικάσει τον ίδιο της τον εαυτό.

«Μπορεί να ακούσει ό,τι έχεις να πεις, Μπέθαμιν», είπε ήρεμα η γυναίκα. Εδώ χρειαζόταν ψυχραιμία, για να μην πέσει σε σκόπελο. «Τι θέλεις;»

Η Μπέθαμιν μετακινήθηκε πάνω στα γόνατά της κι έγλειψε για άλλη μία φορά τα χείλη της. Ξαφνικά, τα λόγια ξεχύθηκαν βιαστικά από το στόμα της. «Με προσέγγισε ένας Αναζητητής και με διέταξε να... επανασυνδεθούμε και να του αναφέρω οτιδήποτε πέφτει στην αντίληψή μου σχετικά με εσένα». Λες κι ήθελε να σταματήσει από μόνη της τη φλυαρία, δάγκωσε το κάτω χείλος της και κοίταξε την Εγκήνιν. Τα σκούρα της μάτια ήταν απεγνωσμένα κι ικετευτικά, όπως σε εκείνο το υπόγειο του Τάντσικο.

Η Εγκήνιν ανταπέδωσε το βλέμμα της ψυχρά. Σκόπελοι και μια απρόσμενη θύελλα. Οι περίεργες εντολές που έλαβε στο Έμπου Νταρ έβρισκαν τώρα την εξήγησή τους. Δεν είχε ανάγκη καμιά περιγραφή του για να καταλάβει ότι επρόκειτο για τον ίδιο άνθρωπο. Ούτε χρειαζόταν να ρωτήσει γιατί η Μπέθαμιν διέπραττε προδοσία προδίδοντας τον Αναζητητή. Αν ο άντρας αποφάσιζε πως οι υποψίες του ήταν αρκετά ισχυρές για να την ανακρίνει, η Εγκήνιν θα υπέκυπτε και θα του έλεγε όσα γνώριζε, συμπεριλαμβανομένου του υπογείου, κι η Μπέθαμιν σύντομα θα ξαναφορούσε το α’ντάμ. Η μόνη ελπίδα της γυναίκας ήταν να βοηθήσει την Εγκήνιν να τον αποφύγει.