Выбрать главу

«Σήκω», της είπε. «Κάθισε». Ευτυχώς, υπήρχαν δύο καθίσματα, μολονότι κανένα δεν έμοιαζε αναπαυτικό. «Μπέυλ, νομίζω πως σε εκείνο το φλασκί, πάνω στο ντουλαπάκι, υπάρχει λίγο μπράντυ».

Η Μπέθαμιν έτρεμε τόσο πολύ, που η Εγκήνιν αναγκάστηκε να τη βοηθήσει να σηκωθεί και να την οδηγήσει σε ένα κάθισμα. Ο Μπέυλ έφερε δύο σκαλιστές ασημένιες κούπες με λίγο μπράντυ και θυμήθηκε να υποκλιθεί προτού δώσει την πρώτη στην Εγκήνιν, αλλά όταν πήγε πίσω, στο ντουλαπάκι, η γυναίκα πρόσεξε πως είχε σερβίρει και τον εαυτό του. Ο άντρας στάθηκε εκεί, κρατώντας την κούπα, παρακολουθώντας τες σαν να ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Η Μπέθαμιν τον κοιτούσε με μάτια γουρλωμένα.

«Πιστεύεις πως είσαι ένα βήμα πριν από τον ανασκολοπισμό», είπε η Εγκήνιν, κι η σουλ’ντάμ μόρφασε, στρέφοντας το φοβισμένο της βλέμμα ξανά στο πρόσωπο της άλλης γυναίκας. «Κάνεις λάθος, Μπέθαμιν. Το μόνο αληθινό έγκλημα που διέπραξα ήταν ότι σε απελευθέρωσα». Δεν ήταν ακριβώς αλήθεια, αλλά, σε τελική ανάλυση, αυτή ήταν που παρέδωσε στη Σούροθ το αρσενικό α’ντάμ. Άσε που το να μιλάς με μία Άες Σεντάι δεν θεωρούνταν έγκλημα. Ο Αναζητητής μπορεί να υποπτευόταν κάποια πράγματα —άλλωστε, είχε προσπαθήσει να κρυφακούσει πίσω από μια πόρτα, στο Τάντσικο— αλλά η ίδια δεν ήταν μια σουλ’ντάμ κατηγορούμενη ότι συλλάμβανε μαράθ’νταμέην. Στη χειρότερη περίπτωση, ίσως να της γινόταν κάποια επίπληξη. «Όσο δεν μαθαίνει τίποτα γι’ αυτό το ζήτημα, δεν έχει κανέναν λόγο να με συλλάβει. Ωστόσο, αν θέλει να μάθει τι είπα ή τι έκανα, πες του. Απλώς να θυμάσαι πως, σε περίπτωση που αποφασίσει να με συλλάβει, θα του αναφέρω το όνομά σου». Η υπενθύμιση χρησίμευε στο να αποτρέψει την Μπέθαμιν να θεωρήσει πως η ίδια ήταν ασφαλής, αφήνοντάς την πίσω. «Δεν θα χρειαστεί να με αναγκάσει να ουρλιάξω ούτε μία φορά».

Προς μεγάλη της έκπληξη, η σουλ’ντάμ άρχισε να γελάει υστερικά, μέχρι που η Εγκήνιν έγειρε προς το μέρος της και τη χαστούκισε.

Τρίβοντας το μάγουλό της σκυθρωπά, η Μπέθαμιν είπε: «Γνωρίζει σχεδόν τα πάντα, εκτός από το υπόγειο, Αρχόντισσά μου». Κι άρχισε να της περιγράφει ένα απίστευτο δίκτυο προδοσίας που ένωνε την Εγκήνιν, τον Μπέυλ και τη Σούροθ, ίσως ακόμα και την ίδια την Τουόν, με τις Άες Σεντάι, τις μαράθ’νταμέην και τις νταμέην που υπήρξαν Άες Σεντάι.

Πανικός άρχισε να διαφαίνεται στη φωνή της Μπέθαμιν καθώς πηδούσε από τη μία τρομερή κατηγορία στην άλλη και, πριν περάσει πολλή ώρα, η Εγκήνιν άρχισε να ρουφάει γουλιά-γουλιά το μπράντυ της. Ένιωθε ήρεμη και σίγουρη για τον εαυτό της.

...Βρισκόταν πέρα από σκοπέλους. Έφτανε σε ανεμοδαρμένες ακτές, ενώ ο ίδιος ο Τυφλωτής των Ψυχών ίππευε πάνω στη θύελλα, ερχόμενος να της κλέψει τα μάτια. Αφού άκουσε για λίγη ώρα, με τα δικά του μάτια να γουρλώνουν όλο και πιο πολύ, ο Μπέυλ ήπιε μονορούφι μια κούπα από το σκουρόχρωμο, δυνατό ποτό, γεμάτη μέχρι το χείλος. Αισθάνθηκε ανακούφιση βλέποντάς τον σοκαρισμένο, αλλά ταυτόχρονα ένιωθε ένοχη επειδή αισθανόταν έτσι. Δεν πίστευε με τίποτα πως επρόκειτο για φονιά. Επιπλέον, ήταν πολύ καλός στη χρήση των χεριών του αλλά μέτριος στη χρήση του ξίφους. Είτε με όπλα είτε με γυμνά χέρια, ο Υψηλός Άρχοντας Τούρακ θα ξεκοίλιαζε τον Μπέυλ σαν κυπρίνο. Η μόνη της δικαιολογία που το σκέφτηκε καν, ήταν ότι ο άντρας είχε παρευρεθεί με δύο Άες Σεντάι στο Τάντσικο. Όλο το ζήτημα αποτελούσε μια τεράστια ανοησία. Μάλλον! Εκείνες οι δύο Άες Σεντάι δεν αποτελούσαν μέρος κάποιας συνωμοσίας, απλώς βρέθηκαν τυχαία στον δρόμο του. Για να πούμε την αλήθεια του Φωτός, δεν ήταν παρά μικρά κορίτσια, αθώες σχεδόν, ιδιαίτερα συμπονετικές για να αποδεχτούν την πρότασή της να κόψουν τον λαιμό του Αναζητητή στην πρώτη ευκαιρία. Κρίμα. Της είχαν παραδώσει το αρσενικό α’ντάμ. Αισθάνθηκε ρίγη στη ραχοκοκαλιά της. Αν ο Αναζητητής μάθαινε πως σκόπευε να ξεφορτωθεί το α’ντάμ με τον τρόπο που πρότειναν οι Άες Σεντάι, αν το μάθαινε οποιοσδήποτε, θα την έκριναν ένοχη προδοσίας, σαν να το είχε βυθίσει στα νερά του ωκεανού. Και μήπως δεν το έκανες; ρώτησε απαιτητικά τον εαυτό της. Ο Σκοτεινός ερχόταν να της κλέψει τα μάτια.

Με δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό της, η Μπέθαμιν έσφιξε την κούπα στο στήθος της, σαν να αγκάλιαζε τον εαυτό της. Προσπάθησε να μη δείξει ότι έτρεμε, αλλά απέτυχε οικτρά. Τρέμοντας, ατένισε την Εγκήνιν, ίσως και κάτι πέρα από αυτήν. Κάτι τρομακτικό. Οι φλόγες δεν είχαν ζεστάνει πολύ το δωμάτιο, αλλά ο ιδρώτας σχημάτιζε χάντρες στο πρόσωπο της Μπέθαμιν. «...κι αν μάθει κάτι για τη Ρέννα και τη Σέτα», ψέλλισε, «θα βεβαιωθεί απόλυτα! Θα κυνηγήσει κι εμένα και τις υπόλοιπες σουλ’ντάμ! Πρέπει να τον σταματήσεις! Αν με συλλάβει, θα του δώσω το όνομά σου! Θα το κάνω!» Ξαφνικά, σήκωσε την κούπα στο στόμα της με ένα τρέμουλο κι ήπιε μονορούφι το περιεχόμενο. Πνίγηκε κι άρχισε να βήχει, αλλά πρότεινε το ποτήρι προς το μέρος του Μπέυλ, για να της το ξαναγεμίσει. Εκείνος παρέμεινε ακίνητος. Φάνταζε εντελώς μπερδεμένος.