Выбрать главу

«Ποιες είναι η Ρέννα κι η Σέτα;» ρώτησε η Εγκήνιν. Ήταν εξίσου φοβισμένη με τη σουλ’ντάμ αλλά, όπως πάντα, συγκρατούσε τον φόβο της. «Και τι μπορεί να μάθει ο Αναζητητής σχετικά με δαύτες;» Η Μπέθαμιν αποτράβηξε τη ματιά της, αρνούμενη να την κοιτάξει κατάματα, και ξαφνικά κατάλαβε. «Πρόκειται για σουλ’ντάμ, έτσι δεν είναι, Μπέθαμιν; Και φορούσαν κι αυτές περιλαίμιο, όπως εσύ».

«Βρίσκονται στην υπηρεσία της Σούροθ», κλαψούρισε η γυναίκα. «Ωστόσο, δεν τους επετράπη να ολοκληρωθούν ποτέ. Η Σούροθ ξέρει».

Η Εγκήνιν έτριψε τα μάτια της κουρασμένα. Ίσως, τελικά, να υπήρχε κάποιου είδους συνωμοσία. Ίσως, πάλι, η Σούροθ να έκρυβε τις κινήσεις των δύο, για να προστατευτεί η Αυτοκρατορία, η οποία εξαρτιόταν από τις σουλ’ντάμ. Η ίδια η δύναμή της είχε στηριχθεί επάνω τους. Η είδηση ότι οι σουλ’ντάμ ήταν γυναίκες που μπορούσαν να μάθουν να διαβιβάζουν, ίσως διέλυε την Αυτοκρατορία εκ βάθρων. Σίγουρα την είχε ταρακουνήσει, και μαζί της μπορεί να διέλυε και την ίδια. Δεν είχε απελευθερώσει την Μπέθαμιν από καθήκον. Είχαν αλλάξει τόσο πολλά στο Τάντσικο. Δεν πίστευε πια πως οποιαδήποτε γυναίκα με τη δυνατότητα της διαβίβασης ήταν άξια να φοράει περιλαίμιο, κάτι που σίγουρα άξιζε σε εγκληματίες και σε όσους αρνούνταν τους όρκους στον Κρυστάλλινο Θρόνο, όπως επίσης και... Δεν ήξερε. Κάποτε, η ζωή της στηριζόταν σε στέρεες βεβαιότητες, σαν την ατέρμονη περιστροφή των άστρων. Ήθελε πίσω την παλιά της ζωή. Επιθυμούσε όσο τίποτε άλλο να ζει βασιζόμενη στη σιγουριά.

«Νόμιζα πως...» ξεκίνησε να λέει η Μπέθαμιν. Δεν θα της έμεναν χείλη αν εξακολουθούσε να τα γλείφει. «Αρχόντισσά μου, αν ο Αναζητητής... πάθει κάποιο ατύχημα... ίσως, μαζί με αυτόν, περάσει κι ο κίνδυνος». Μα το Φως, αυτή η γυναίκα όντως πίστευε σε αυτή την ίντριγκα εναντίον του Κρυστάλλινου Θρόνου, κι ήταν έτοιμη να κάνει τα στραβά μάτια για να σώσει το τομάρι της!

Η Εγκήνιν σηκώθηκε, κι η σουλ’ντάμ δεν είχε άλλη επιλογή από το να την ακολουθήσει. «Θα το σκεφτώ, Μπέθαμιν. Θα έρχεσαι να με βλέπεις κάθε μέρα που θα είσαι ελεύθερη. Ο Αναζητητής θα περιμένει κάτι τέτοιο. Μέχρι να αποφασίσω, δεν θα κάνεις τίποτα. Έγινα κατανοητή; Τίποτα, εκτός από τα καθήκοντά σου κι όσα σου λέω». Η Μπέθαμιν κατάλαβε. Αισθάνθηκε τόσο ανακουφισμένη επειδή θα ασχολούνταν κάποιος άλλος με τον κίνδυνο, που γονάτισε και φίλησε το χέρι της Εγκήνιν.

Η Εγκήνιν μόνο που δεν την τσουβάλιασε για να τη βγάλει από το δωμάτιο. Κατόπιν, έκλεισε την πόρτα και πέταξε την κούπα στο τζάκι. Αυτή, χτύπησε πάνω στους πλίνθους κι αναπήδησε, κατρακυλώντας στο μικρό κιλίμι, πάνω στο πάτωμα. Είχε κάνει ένα μικρό βαθούλωμα. Ο πατέρας της της είχε χαρίσει αυτό το σετ κούπες όταν κέρδισε τον πρώτο της βαθμό στην ιεραρχία. Έμοιαζε αποστραγγισμένη από δυνάμεις. Ο Αναζητητής είχε κάνει μάγια και θα της τα έδενε γύρω από τον λαιμό, αν πρώτα δεν ονοματιζόταν όπως άρμοζε. Η πιθανότητα της έφερε ανατριχίλα. Ό,τι κι αν έκανε, ο Αναζητητής την είχε στο χέρι.

«Μπορώ να τον σκοτώσω». Ο Μπέυλ τέντωσε τα χέρια του, φαρδιά όσο και το υπόλοιπο κορμί του. «Απ’ όσο θυμάμαι, είναι κοκαλιάρης κι έχει συνηθίσει να τον υπακούν. Δεν θα περιμένει κάποιον να του σπάσει τον σβέρκο».

«Δεν θα τον βρεις ποτέ για να τον σκοτώσεις, Μπέυλ. Δεν πρόκειται να τη συναντήσει δύο φορές στο ίδιο μέρος, αλλά ακόμα κι αν την ακολουθείς νύχτα-μέρα, αυτός θα μπορούσε κάλλιστα να μεταμφιεστεί. Δεν γίνεται να σκοτώνεις όποιον μιλάει μαζί της».

Τεντώνοντας τη ραχοκοκαλιά της, πήγε προς το τραπέζι που χρησιμοποιούσε για να γράφει, κι άνοιξε το σκέπασμα. Το σκαλιστό γραφείο με τα κυματοειδή μοτίβα, με το γυάλινο αργυροποίκιλτο μελανοδοχείο και το ασημένιο μπολ άμμου, ήταν δώρο της μητέρας της όταν είχε κερδίσει εκείνον τον πρώτο βαθμό στην ιεραρχία. Οι τακτοποιημένες και πακεταρισμένες στοίβες φίνου χαρτιού έφεραν την καινούργια σφραγίδα που της είχαν χορηγήσει, ένα σπαθί και μια άγκυρα μπλεγμένη σε σχοινί. «Θα υπογράψω τη χειραφέτηση σου», είπε, βυθίζοντας στο μελάνι την άκρη της ασημένιας γραφίδας, «και θα σου δώσω κάμποσα χρήματα, για να εξαγοράσεις την έξοδό σου». Η πένα γλίστρησε κατά μήκος της σελίδας. Ανέκαθεν ήταν καλλιγράφος. Άλλωστε, οι μεγάλες καταχωρήσεις έπρεπε να είναι ευανάγνωστες. «Φοβάμαι πως δεν είναι αρκετά για να αγοράσεις πλοίο, αλλά σου φτάνουν. Θα αναχωρήσεις με το πρώτο διαθέσιμο πλοιάριο. Ξύρισε και το υπόλοιπο κεφάλι σου, και δεν θα έχεις κανένα πρόβλημα. Εξακολουθεί να με σοκάρει που οι καραφλοί άντρες δεν φορούν περούκα, αλλά μέχρι στιγμής κανείς δεν...» Άφησε μια άναρθρη κραυγή, καθώς ο Μπέυλ τράβηξε απότομα τη σελίδα ενώ η γραφίδα ήταν ακόμα επάνω της.