Выбрать главу

«Αν με ελευθερώσεις, δεν μπορείς πια να με διατάζεις», της είπε. «Επιπλέον, πρέπει να βεβαιωθείς πως, σε περίπτωση που με ελευθερώσεις, μπορώ να τα βγάλω πέρα μόνος μου». Έριξε τη σελίδα στη φωτιά κι αφέθηκε να την παρακολουθεί, ενώ εκείνη μαύριζε και κατσάρωνε. «Κάτι είπες για ένα πλοίο, και θα επιμείνω σε αυτό».

«Άκου καλά», του απάντησε, κάνοντας τη φωνή της να ηχεί σαν να ήταν αξιωματικός καταστρώματος, αν κι ο άντρας δεν έδειξε να εντυπωσιάζεται ιδιαίτερα. Το καταραμένο το φόρεμα θα έφταιγε.

«Θα χρειαστείς πλήρωμα», είπε ο Μπέυλ, προλαβαίνοντας τα λόγια της. «Μπορώ να σου βρω, ακόμα κι εδώ που είμαστε».

«Και τι να το κάνω; Δεν διαθέτω πλοίο. Αλλά και να διέθετα, που θα μπορούσα να πάω για να μη με βρει ο Αναζητητής;»

Ο Μπέυλ ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα, λες κι αυτό δεν τον αφορούσε. «Κατά πρώτον, χρειάζεσαι πλήρωμα. Αναγνώρισα αυτόν τον νεαρό στην κουζίνα, εκείνον που είχε την κοπελιά στα γόνατα του. Σταμάτα να κάνεις γκριμάτσες. Λίγα φιλάκια δεν κάνουν κακό».

Η γυναίκα ορθώθηκε, έτοιμη να τον βάλει στη θέση του. Τον κοίταζε συνοφρυωμένη, χωρίς να κάνει την παραμικρή γκριμάτσα. Εκείνο το ζευγάρι χαϊδευόταν δημοσίως, σαν τα ζώα, κι ο Μπέυλ αποτελούσε ιδιοκτησία της! Ήταν ανεπίτρεπτο να της μιλάει έτσι!

«Ονομάζεται Ματ Κώθον», συνέχισε ο Μπέυλ, μόλις η γυναίκα άνοιξε το στόμα της να μιλήσει. «Κρίνοντας από τα ρούχα του, είναι κοσμογυρισμένος. Την πρώτη φορά που τον είδα, φορούσε το πανωφόρι ενός αγρότη και το έσκαγε από τους Τρόλοκ σε ένα μέρος που ακόμα κι οι ίδιοι οι Τρόλοκ φοβούνται. Την τελευταία φορά δε, η μισή πόλη της Ασπρογέφυρας σχεδόν καιγόταν, κι ένας Μυρντράαλ προσπαθούσε να σκοτώσει αυτόν και τους φίλους του. Δεν το είδα με το μάτια μου βέβαια, αλλά αποκλείεται να συνέβη κάτι άλλο. Οποιοσδήποτε επιβιώνει των Τρόλοκ και των Μυρντράαλ είναι πολύ χρήσιμος. Ειδικά τώρα, νομίζω».

«Κάποια μέρα», γρύλισε η γυναίκα, «θα πρέπει να συναντήσω κάποιον από αυτούς τους Τρόλοκ ή τους Μυρντράαλ, για τους οποίους μιλάς». Σίγουρα, δεν θα ήταν ούτε κατά διάνοια τόσο φοβεροί όσο τους περιέγραφε.

Ο άντρας μειδίασε και κούνησε το κεφάλι του. Ήξερε πολύ καλά την άποψη της Εγκήνιν για τα περιβόητα Σκιογεννήματα. «Και το καλύτερο, ο νεαρός Άρχοντας Κώθον είχε συντρόφους στο πλοίο μου, κατάλληλοι κι αυτοί για την περίσταση. Τον έναν τον γνωρίζεις. Είναι ο Θομ Μέριλιν».

Η Εγκήνιν ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. Ο Μέριλιν ήταν ένας γερο-πανούργος, αλλά κι επικίνδυνος. Επιπλέον, ήταν μαζί με εκείνες τις δύο Άες Σεντάι όταν η ίδια συνάντησε τον Μπέυλ. «Υπάρχει συνωμοσία, Μπέυλ; Πες μου, σε παρακαλώ». Κανένας δεν παρακαλούσε μια ιδιοκτησία, ακόμα κι αν ήταν σο’τζίν. Εκτός κι αν ήθελε απεγνωσμένα κι όσο τίποτα άλλο να πληροφορηθεί κάτι.

Κουνώντας ξανά το κεφάλι του, ο άντρας άπλωσε το χέρι του στο πέτρινο τζάκι και κοίταξε βλοσυρά τις φλόγες. «Για τις Άες Σεντάι, οι συνωμοσίες είναι κάτι τόσο φυσικό όσο το κολύμπι για τα ψάρια. Θα μπορούσαν να στήσουν κάποια πλεκτάνη με τη Σούροθ, αλλά το ζήτημα είναι αν θα το δεχόταν η ίδια. Πρόσεξα πώς κοίταξε τις νταμέην, λες κι ήταν ψωραλέα σκυλιά, γεμάτα ψύλλους και κολλητικές αρρώστιες. Άραγε, θα καταδεχόταν να μιλήσει σε Άες Σεντάι;» Την κοίταξε, και τα μάτια του ήταν καθαρά κι ορθάνοιχτα, χωρίς να κρύβουν το παραμικρό. «Θα είμαι ειλικρινής. Ορκίζομαι στον τάφο της γιαγιάς μου ότι δεν έχω ιδέα περί σκευωρίας. Αλλά ακόμα κι αν είχα υπ’ όψιν μου δέκα σκευωρίες, δεν θα άφηνα ποτέ αυτόν τον Αναζητητή να σου κάνει κακό, όποιο κι αν ήταν το τίμημα». Τα λόγια αυτά θα έβγαιναν από το στόμα οποιουδήποτε πιστού σο’τζίν. Όπως και να έχει, δεν είχε ακούσει ποτέ της κανέναν σο’τζίν τόσο ευθύ, αλλά τα συναισθήματα παρέμεναν τα ίδια. Μόνο που ήξερε ότι δεν εννοούσε ακριβώς αυτό που είπε, δεν θα μπορούσε να το εννοεί.

«Σ’ ευχαριστώ, Μπέυλ». Η σταθερή φωνή ήταν απαραίτητη για κάποιον που προστάζει, αλλά η γυναίκα ένιωσε υπερηφάνεια που κατάφερε τη συγκεκριμένη στιγμή να διατηρήσει σταθερή τη δική της. «Βρες, αν γίνεται, αυτόν τον Άρχοντα Κώθον και τον Θομ Μέριλιν. Ίσως μπορεί να γίνει κάτι».

Ο Μπέυλ δεν υποκλίθηκε πριν φύγει, αλλά η Εγκήνιν ούτε καν σκέφτηκε να τον κατσαδιάσει. Δεν είχε κανέναν σκοπό να αφήσει τον Αναζητητή να τη συλλάβει. Θα έκανε τα πάντα για να τον σταματήσει, κι αυτή ήταν μια απόφαση που είχε πάρει προτού ακόμα ελευθερώσει την Μπέθαμιν. Γέμισε την κούπα μέχρι το χείλος με μπράντυ, σκοπεύοντας να μεθύσει τόσο, ώστε να μην μπορεί ούτε να σκεφτεί, αλλά αντί γι’ αυτό απέμεινε να ατενίζει το σκουρόχρωμο υγρό χωρίς να πίνει γουλιά. Ήταν αποφασισμένη να κάνει ό,τι χρειαζόταν. Μα το Φως, δεν ήταν καλύτερη από την Μπέθαμιν! Και που το ήξερε, όμως, δεν άλλαζε τίποτα. Ό,τι χρειαζόταν.