22
Από το Πουθενά
Η Αγορά της Αμχάρα ήταν η μία από τις τρεις στο Φαρ Μάντινγκ όπου επιτρεπόταν στους ξένους να ασχολούνται με το εμπόριο, αλλά, παρά το όνομά της, η μεγάλη πλατεία δεν έμοιαζε διόλου με αγορά, καθώς δεν υπήρχαν ούτε εμπορικοί πάγκοι ούτε εκθέτονταν εμπορεύματα. Μερικοί καβαλάρηδες, μια χούφτα σκεπαστά, ατομικά φορεία, που τα μετέφεραν επ’ ώμου βαστάζοι με φανταχτερές λιβρέες, και μια περιστασιακή άμαξα με τραβηγμένες τις κουρτίνες, προχωρούσαν μέσα στο αραιό αλλά φασαριόζικο πλήθος, που θα μπορούσε να συναντήσει κανείς σε οποιαδήποτε μεγαλούπολη. Ο περισσότερος κόσμος είχε τυλιχτεί με τους μανδύες του εξαιτίας των πρωινών ανέμων, οι οποίοι έπνεαν από την πλευρά της λίμνης που κύκλωνε την πόλη, κι ήταν πιότερο το κρύο παρά οποιαδήποτε επείγουσα δουλειά που τους ανάγκαζε να περπατούν βιαστικά. Γύρω από την πλατεία, όπως και στις άλλες δύο Αγορές των Ξένων που υπήρχαν στην πόλη, τα ψηλά πέτρινα σπίτια των τραπεζικών ακουμπούσαν στις σχιστολιθικές στέγες των πέτρινων πανδοχείων, όπου διέμεναν οι ξένοι έμποροι, καθώς και με τις ογκώδεις και χωρίς παράθυρα, πέτρινες αποθήκες, όπου αποθήκευαν τα αγαθά τους, κι όλα αυτά ανακατεμένα ανάμεσα στους πέτρινους στάβλους και στις περιτοιχισμένες αυλές των αμαξιών. Το Φαρ Μάντινγκ ήταν η πόλη των πέτρινων τοίχων και των σχιστολιθικών οροφών. Τη συγκεκριμένη εποχή του χρόνου, τα πανδοχεία ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, γεμάτα κατά το ένα τέταρτο, ενώ οι αποθήκες κι οι αυλές των αμαξιών σχεδόν άδειες. Με τον ερχομό της άνοιξης και την πλήρη αναβίωση του εμπορίου, οι έμποροι θα πλήρωναν τα τριπλάσια, ασχέτως του αν έβρισκαν ικανοποιητικό χώρο.
Ένα στρογγυλό μαρμάρινο βάθρο στο κέντρο της πλατείας απεικόνιζε το άγαλμα της Σάβιον Αμχάρα, μιας κορδωμένης γυναίκας δύο απλωσιές σε ύψος, με έναν μαρμάρινο χιτώνα, διακοσμημένο με γούνα και με επίσημες, περίτεχνες, μαρμάρινες αλυσίδες γύρω από τον λαιμό της. Το μαρμάρινο πρόσωπό της ήταν αυστηρό κάτω από το γεμάτο πετράδια μαρμάρινο διάδημα της Πρώτης Συμβούλου. Το δεξί της χέρι ήταν γραπωμένο σφικτά γύρω από τη λαβή ενός μαρμάρινου ξίφους, η μυτερή μύτη του οποίου αναπαυόταν ανάμεσα στα παπούτσια της, ενώ το αριστερό ήταν ανασηκωμένο κι ένα μαρμάρινο δάχτυλο έδειχνε προειδοποιητικά προς την Πύλη του Δακρύου, κάπου τρίτα τέταρτα του χιλιομέτρου μακριά. Το Φαρ Μάντινγκ εξαρτιόταν από τους εμπόρους του Δακρύου, του Ίλιαν και του Κάεμλυν, αλλά το Ανώτατο Συμβούλιο κοίταζε με μισό μάτι τους ξένους και τους διεφθαρμένους, παράξενους τρόπους τους. Ένας από τους Φρουρούς του Δρόμου, ντυμένος με ατσάλινο κράνος, δερμάτινο πανωφόρι ραμμένο με επικαλυπτόμενες, τετράγωνες μεταλλικές πλάκες και με την απεικόνιση του Χρυσού Χεριού στον αριστερό ώμο, καθόταν κάτω από το άγαλμα χρησιμοποιώντας ένα μακρόστενο κι ευκίνητο κοντάρι, για να φοβίζει τα γκρίζα περιστέρια με τα μαύρα φτερά. Η Σάβιον Αμχάρα ήταν μία από τις τρεις πιο αξιοσέβαστες γυναίκες στην ιστορία του Φαρ Μάντινγκ, μολονότι καμιά τους δεν ήταν γνωστή πολύ πιο πέρα από τις όχθες της λίμνης. Δύο άντρες από αυτή την πόλη όμως ήταν πασίγνωστοι σε όλες τις ιστορίες του κόσμου, παρ’ όλο που, όταν είχε γεννηθεί ο πρώτος, η περιοχή λεγόταν Άρεν Μάντορ, κι όταν είχε γεννηθεί ο δεύτερος, Φελ Μορέινα. Το Φαρ Μάντινγκ, ωστόσο, κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες να ξεχάσει τον Ραολίν Ντάρκσμπεην και τον Γιούριαν Στόουνμποου. Στην πραγματικότητα, εξαιτίας αυτών των δύο αντρών βρισκόταν ο Ραντ στο Φαρ Μάντινγκ.
Απ’ όσους κυκλοφορούσαν στην Αμχάρα, ελάχιστοι ήταν αυτοί που τον κοιτούσαν καθώς περνούσε, και κανείς δεν του έριχνε δεύτερη ματιά. Το ότι ερχόταν από αλλού ήταν προφανές, εξαιτίας των γαλάζιων ματιών του και των κομμένων έως τους ώμους μαλλιών του. Οι ντόπιοι τα άφηναν μερικές φορές μέχρι τη μέση, είτε δεμένα στο ύψος του αυχένα είτε πιασμένα με κλιπ. Ωστόσο, το απλό καφετί μάλλινο που φορούσε ήταν απερίγραπτο, διόλου καλύτερο από αυτό ενός εμπόρου μέσου βεληνεκούς. Επιπλέον, δεν ήταν ο μόνος που δεν φορούσε μανδύα παρά τον άνεμο που ερχόταν από τη λίμνη. Ο πιο πολύς κόσμος που κυκλοφορούσε ήταν Καντορινοί, με τη χαρακτηριστική διχαλωτή γενειάδα, Αραφελινοί με πλεξούδες με καμπανάκια ή Σαλδαίοι με γαμψές μύτες, άντρες και γυναίκες που έβρισκαν αυτόν τον καιρό ήπιο συγκριτικά με τον χειμώνα των Μεθόριων Χωρών. Εντούτοις, δεν υπήρχε τίποτα επάνω του που να μη χαρακτηρίζει και τον ίδιο ως Μεθορίτη. Από τη μεριά του, απλώς αρνούνταν να αφήσει την παγωνιά να τον αγγίξει· την αγνοούσε σαν ενοχλητική μύγα που βούιζε. Αν χρειαζόταν να δράσει, ένας μανδύας ίσως μπερδευόταν στα πόδια του.