Выбрать главу

Μας έφερες εδώ για να πεθάνουμε! γόγγυξε ο Λουζ Θέριν. Η παρουσία σου εδώ ισοδυναμεί με θάνατο!

Ο Ραντ ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του, νιώθοντας κάπως άβολα. Συμφωνούσε με τη φωνή ως προς αυτό το τελευταίο, κι επιθυμούσε όσο κι ο Λουζ Θέριν να φύγει από κει. Μερικές φορές όμως, η μόνη επιλογή ήταν μεταξύ του κακού και του χειρότερου. Ο Ρόσεντ προπορευόταν, σχεδόν σε απόσταση αναπνοής, κι αυτό ήταν το μόνο που είχε σημασία τώρα.

Τα γκρίζα, πέτρινα μαγαζιά και πανδοχεία κατά μήκος της Οδού Χαράς άλλαζαν όσο ο Ραντ απομακρυνόταν από την Αγορά της Αμχάρα. Οι αργυροχόοι αντικαθιστούσαν τους μαχαιροποιούς και, λίγο πιο κάτω, οι χρυσοχόοι τους αργυροχόους. Οι ράφτρες κι οι ράφτες επιδείκνυαν κεντητά, μεταξωτά και χρυσοποίκιλτα φορέματα αντί για μάλλινα. Οι άμαξες που περνούσαν βροντώντας πάνω στο πλακόστρωτο, έφεραν στιλβωμένες σφραγίδες στις πόρτες, ενώ ανά ομάδες των τεσσάρων ή των έξι ανταγωνίζονταν στο μέγεθος και στο χρώμα, κι έβλεπες όλο και περισσότερους ιππείς καβάλα σε εξαίσια άλογα Δακρυνής ράτσας παρά σε άλλα ζώα. Τα ατομικά φορεία, που τα κουβαλούσαν βαστάζοι με ζωηρό βήμα, ήταν σχεδόν όσα κι οι πεζοί. Οι δε μαγαζάτορες με τα πανωφόρια ή με τα βαριά ρούχα, κεντητά γύρω από το στήθος και τους ώμους, ήταν λιγότεροι από αυτούς που φορούσαν λιβρέες, εξίσου ζωηρόχρωμες με εκείνες των βαστάζων. Συχνά, κομμάτια χρωματιστού γυαλιού στόλιζαν τις πιάστρες στα μαλλιά των αντρών, πού και πού μάλιστα έβλεπες μαργαριτάρια ή ακόμα πιο πολύτιμα πετράδια, αν κι ήταν ελάχιστοι οι άντρες που οι γυναίκες τους μπορούσαν να έχουν κοσμήματα. Μονάχα ο παγερός άνεμος παρέμενε ίδιος, όπως επίσης κι οι Φρουροί του Δρόμου που περιπολούσαν σε ομάδες των τριών, έχοντας τα μάτια τους δεκατέσσερα για τυχόν φασαρίες. Δεν ήταν τόσο πολλοί όσο στις Αγορές των Ξένων, ωστόσο μόλις χανόταν η μία περίπολος, εμφανιζόταν αμέσως μια άλλη, κι εκεί όπου κάποια πάροδος πλατύτερη από σοκάκι συναντούσε την Οδό Χαράς, υπήρχε ένα πέτρινο παρατηρητήριο με δύο Φρουρούς, οι οποίοι περίμεναν στη βάση του, σε περίπτωση που αυτός που βρισκόταν ψηλά εντόπιζε κάποια ταραχή. Στο Φαρ Μάντινγκ είχαν λάβει αυστηρά μέτρα για να διατηρήσουν την τάξη.

Ο Ραντ συνοφρυώθηκε, βλέποντας τον Ρόσεντ να προπορεύεται κατά μήκος του δρόμου. Κατευθυνόταν άραγε προς την Πλατεία Συμβούλων, στο μέσον του νησιού; Δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκεί εκτός από την Αίθουσα των Συμβούλων, μνημεία ηλικίας άνω των πεντακοσίων χρόνων, όταν το Φαρ Μάντινγκ ήταν η πρωτεύουσα του Μαρέντο, όπως επίσης και τα λογιστήρια των πλουσιότερων γυναικών της πόλης. Στο Φαρ Μάντινγκ, ένας άντρας θεωρούνταν πλούσιος όταν η γυναίκα του του χορηγούσε ένα γενναίο επίδομα ή, σε περίπτωση που ήταν χήρος, του είχε εξασφαλίσει τα προς το ζην. Ίσως ο Ρόσεντ πήγαινε να συναντήσει τους Σκοτεινόφιλους. Σε αυτή την περίπτωση όμως, γιατί περίμενε τόσο;

Ξαφνικά, αισθάνθηκε να τον χτυπάει ένα κύμα ναυτίας, και μια ζοφερή μορφή γέμισε στιγμιαία το πεδίο της όρασης του, με αποτέλεσμα να πέσει πάνω σε έναν περαστικό. Ψηλότερος από τον Ραντ και ντυμένος με μια καταπράσινη λιβρέα, ο ξανθομάλλης άντρας μετακίνησε το μεγάλο καλάθι που κουβαλούσε κι απομάκρυνε ευγενικά τον Ραντ. Μια μακρόστενη, ρυτιδιασμένη ουλή διέσχιζε τη μία πλευρά του ηλιοκαμένου του προσώπου. Σκύβοντας το κεφάλι, μουρμούρισε μια συγγνώμη κι απομακρύνθηκε βιαστικά.

Ο Ραντ ξανάρθε στα συγκαλά του και γρύλισε μια βρισιά μέσα από τα δόντια του.

Τους έχεις ήδη καταστρέψει, ψιθύρισε μέσα στο μυαλό του ο Λουζ Θέριν. Τώρα, έχεις να ασχοληθείς με την καταστροφή κάποιου άλλον, κι όχι πρόωρα. Αναρωτιέμαι πόσους Θα σκοτώσουμε εμείς οι τρεις, τελικά.

Σκάσε! σκέφτηκε μανιασμένα ο Ραντ, αλλά έλαβε ως απάντηση ένα κοροϊδευτικό κακάρισμα. Δεν ήταν η επαφή με έναν Αελίτη που τον αναστάτωνε. Είχε δει κάμποσους από την άφιξη του στο Φαρ Μάντινγκ. Για κάποιο λόγο, εκατοντάδες Αελίτες που το έσκασαν, αφού έμαθαν την αληθινή τους ιστορία, κατέληξαν εδώ, προσπαθώντας να ακολουθήθουν την Οδό του Φύλλου χωρίς να έχουν ιδέα τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο, εκτός του ότι θα ήταν γκαϊ’σάιν για μια ζωή. Δεν τον ανησυχούσε καν η ζαλάδα που ένιωσε, ούτε σε ποιον ανήκε το πρόσωπό που μισσείδε. Μπροστά του, μια άμαξα που την έσερναν έξι ψαρά άλογα προχωρούσε με θόρυβο ανάμεσα στο πλήθος των ατομικών φορείων και των βιαστικών ανθρώπων με τις λιβρέες, ενώ άντρες και γυναίκες μπαινοέβγαιναν από τα μαγαζιά, αλλά κόκκινο πανωφόρι δεν φαινόταν πουθενά. Ο Ραντ χτύπησε τη γαντοφορεμένη του γροθιά πάνω στην παλάμη του, νευριασμένος.