Το να συνεχίσει να πηγαίνει στα τυφλά ήταν ανόητο. Θα μπορούσε να πέσει κατευθείαν πάνω στον άντρα ή, τουλάχιστον, να γίνει αντιληπτός. Μέχρι στιγμής, ο Ρόσεντ νόμιζε πως ο Ραντ δεν ήξερε ότι βρισκόταν στην πόλη, ένα πλεονέκτημα πολύ σημαντικό για να πάει στράφι. Ήξερε πού έμενε ο Ρόσεντ, σε ένα πανδοχείο που παρείχε υπηρεσίες σε ξένους. Αύριο, θα μπορούσε να χαζέψει από δω κι από κει και να περιμένει καμιά καλύτερη ευκαιρία. Οι υπόλοιποι ίσως να έφταναν τη νύχτα. Πίστευε πως δεν είχε πρόβλημα να σκοτώσει τουλάχιστον δύο από δαύτους, ίσως μάλιστα και τους πέντε, αλλά κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον να γίνει ήσυχα. Ενάντια σε πέντε, σίγουρα θα τραυματιζόταν και, στην καλύτερη περίπτωση, θα αναγκαζόταν να εγκαταλείψει το ξίφος του, πράγμα που ήταν εντελώς απρόθυμος να κάνει, καθότι ήταν δώρο της Αβιέντα. Στη χειρότερη περίπτωση...
Το βλέμμα του έπεσε φευγαλέα σε έναν μανδύα με γούνινο γαρνίρισμα, που ανέμιζε καθώς τον χτυπούσε ο αέρας, και χάθηκε πίσω από τη γωνία. Έτρεξε προς το μέρος του. Οι Φρουροί στο φυλάκιο τεντώθηκαν κι αυτός που υπήρχε στην κορυφή τράβηξε τη ροκάνα από τη ζώνη του. Κάποιος από αυτούς που στέκονταν στη βάση άδραξε το μακρύ του ρόπαλο, ενώ ο άλλος ανασήκωσε ένα στειλιάρι από το σημείο που ήταν ακουμπισμένο, πάνω στα σκαλοπάτια του παρατηρητηρίου. Η διχαλωτή άκρη ήταν έτσι σχεδιασμένη, ώστε να μπορεί να γραπώνει μπράτσο, πόδι ή λαιμό, το δε στέλεχος ήταν επενδυμένο με σίδερο, για να αντέχει στα χτυπήματα του σπαθιού ή του τσεκουριού. Οι άντρες τον παρατηρούσαν προσεκτικά, με σκληρό βλέμμα.
Τους ένευσε και χαμογέλασε. Κατόπιν, κοίταξε επιδεικτικά στον παράδρομο, ψάχνοντας ανάμεσα στο πλήθος που υπήρχε εκεί. Όχι σαν κλέφτης που προσπαθεί να ξεφύγει, αλλά σαν κάποιος που θέλει να προλάβει κάποιον άλλον. Το ρόπαλο επανατοποθετήθηκε στη θήκη της ζώνης και το στειλιάρι επέστρεψε στα σκαλοπάτια. Ο Ραντ δεν ξανακοίταξε τους Φρουρούς. Είδε φευγαλέα μπροστά του έναν μανδύα, ίσως κι ένα κόκκινο πανωφόρι, ο κάτοχος των οποίων έστριψε σε έναν άλλο δρόμο.
Σηκώνοντας το χέρι του σαν να ήθελε να χαιρετήσει κάποιον, ο Ραντ έτρεξε ξοπίσω από τον άντρα, πασχίζοντας να αποφύγει τον κόσμο και τα καρότσια των μικροπωλητών. Διάφοροι πλανόδιοι που επιδείκνυαν πάνω στους δίσκους τους καρφίτσες, βελόνες ή χτένες, πάσχιζαν με τις κραυγές τους να τραβήξουν την προσοχή, τη δική του ή οποιουδήποτε άλλου. Εδώ, ήταν ελάχιστοι αυτοί που φορούσαν κεντήματα, κι ένα απλό σχοινί που χρησίμευε να δένει τα μαλλιά κότσο ήταν πολύ πιο συνηθισμένο κι από την απλούστερη πιάστρα. Οι δρόμοι αυτοί ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, συνωστισμένοι και στρεβλοί, ένας τυχαίος λαβύρινθος, όπου φτηνά πανδοχεία και στενά, πέτρινα οικήματα των τριών ή τεσσάρων ορόφων ορθώνονταν πάνω από τα μαγαζιά των κρεοπωλών, των κηροποιών, των μπαρμπέρικων, των γανωματήδων, των αγγειοπλαστών και των βαρελάδων. Οι άμαξες δεν χωρούσαν να περάσουν από τέτοιους δρόμους, και δεν υπήρχαν ούτε ατομικά φορεία ούτε καβαλάρηδες, παρά μόνο μια χούφτα υπηρέτες με λιβρέες, οι οποίοι κουβαλούσαν καλάθια κι έκαναν διάφορα θελήματα, σουλατσάροντας τριγύρω και παρατηρώντας οποιονδήποτε εκτός από τους Φρουρούς του Δρόμου. Οι περιπολίες κι οι σκοπιές ήταν παρούσες ακόμα κι εδώ.
Επιτέλους, πλησίασε αρκετά ώστε να βλέπει ξεκάθαρα τον άντρα που ακολουθούσε. Ο Ρόσεντ είχε την έξυπνη ιδέα να τυλιχτεί με τον μανδύα, κρύβοντας το κόκκινο πανωφόρι και το άχρηστο ξίφος του, χωρίς ωστόσο να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Η αλήθεια ήταν πως προσπαθούσε να μην τραβήξει καθόλου την προσοχή, κι έτσι κινούνταν απαρατήρητος κατά μήκος της μιας πλευράς του δρόμου, με τον ώμο του να ακουμπάει σχεδόν τις προσόψεις των μαγαζιών. Ξαφνικά, έριξε μια βεβιασμένη ματιά γύρω του κι όρμησε σε ένα στενό, ανάμεσα σε ένα μικροσκοπικό καλαθοποιείο κι ένα χάνι με μια πινακίδα τόσο βρώμικη, που το όνομα είχε σβηστεί εντελώς. Ο Ραντ χαμογέλασε και, χωρίς να χάσει χρόνο, κίνησε προς το μέρος του. Στα στενά δρομάκια του Φαρ Μάντινγκ δεν υπήρχαν ούτε Φρουροί του Δρόμου ούτε παρατηρητήρια.
Τα δρομάκια αυτά ήταν ακόμα πιο στρεβλά από τους δρόμους που μόλις είχε αφήσει πίσω του ο Ραντ, και σχημάτιζαν από μόνα τους έναν κυκεώνα στο εσωτερικό κάθε τετραγώνου της πόλης. Ο Ρόσεντ μπορεί να μη φαινόταν πουθενά, αλλά ο Ραντ άκουγε τον ήχο από το βαρύ του περπάτημα πάνω στις νοτερές, πετρωμένες ακαθαρσίες. Ο ήχος αντιλαλούσε και πολλαπλασιαζόταν ανάμεσα στους δίχως παράθυρα πέτρινους τοίχους, σε σημείο που αδυνατούσε να διακρίνει την πηγή του, ωστόσο συνέχισε να τον ακολουθεί με γρήγορο βήμα μέσα από στενά όπου που μετά βίας χωρούσαν δύο άντρες δίπλα-δίπλα —στην καλύτερη περίπτωση. Γιατί ο Ρόσεντ είχε έρθει σ’ αυτόν τον λαβύρινθο; Όπου κι αν πήγαινε, το σίγουρο ήταν πως ήθελε να φτάσει γρήγορα. Ωστόσο, ήταν απίθανο να γνωρίζει πώς να χρησιμοποιήσει τα σοκάκια για να πάει από το ένα μέρος στο άλλο.