Ξαφνικά, ο Ραντ συνειδητοποίησε πως ο μοναδικός ήχος από περπάτημα που άκουγε προερχόταν από τον ίδιο, και κοντοστάθηκε. Σιωπή. Από το σημείο που στεκόταν μπορούσε να διακρίνει τρία ακόμα στενά σοκάκια, που ξεπηδούσαν από αυτό στο οποίο βρισκόταν ήδη. Χωρίς να ανασαίνει σχεδόν, έστησε αυτί. Σιωπή. Έτοιμος ήταν να πάρει την απόφαση να γυρίσει πίσω. Την επόμενη στιγμή όμως, άκουσε έναν μακρινό κρότο από το στόμιο του πλησιέστερου στενού, λες και κάποιος που περνούσε από εκεί είχε κλωτσήσει κατά λάθος έναν βράχο πάνω στον πέτρινο τοίχο. Το καλύτερο ήταν να τον σκοτώσει και να τελειώσει.
Ο Ραντ έστριψε στη γωνία που οδηγούσε στο σοκάκι και βρήκε τον Ρόσεντ να τον περιμένει.
Ο Μουραντιανός είχε τραβήξει τον μανδύα του προς τα πίσω κι είχε βάλει και τα δύο χέρια στη λαβή του σπαθιού του. Ο ειρηνοδεσμός του Φαρ Μάντινγκ κρατούσε πλεγμένη τη λαβή και το θηκάρι στο εσωτερικό ενός δικτύου από καλοδουλεμένο σύρμα. Ένα αμυδρό αλλά πονηρό χαμόγελο ήταν χαραγμένο στα χείλη του. «Έπεσες εύκολα στην παγίδα, σαν περιστεράκι», είπε ο Ρόσεντ, τραβώντας το ξίφος του. Τα σύρματα ήταν κομμένα κι επανασυνδεμένα, έτσι που με μια πρόχειρη ματιά να δίνουν την εντύπωση ότι ήταν στέρεα. «Αν θέλεις, μπορείς να το βάλεις στα πόδια».
Ο Ραντ όμως δεν το έκανε. Τουναντίον, προχώρησε ένα βήμα μπροστά και χτύπησε δυνατά με το αριστερό του χέρι την άκρη της λαβής του ξίφους του Ρόσεντ, παγιδεύοντας τη λεπίδα πριν βγει από το θηκάρι. Ο άντρας γούρλωσε τα μάτια του εμβρόντητος, χωρίς να συνειδητοποιήσει πως, έχοντας κάνει παύση για να δείξει τη χαιρεκακία του, είχε ήδη υπογράψει τη θανατική του καταδίκη. Πισωπάτησε ένα βήμα, πασχίζοντας να βρει αρκετό χώρο για να τραβήξει το σπαθί, αλλά ο Ραντ τον ακολούθησε χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, εξακολουθώντας να έχει το όπλο του παγιδευμένο, και κάνοντας μια περιστροφική κίνηση με τους γοφούς του, έφερε με δύναμη τις διπλωμένες γροθιές του στον λαιμό του Ρόσεντ. Οι χόνδροι τσακίστηκαν με έναν τρομερό ήχο κι ο αποστάτης έπαψε να θέλει να σκοτώσει. Τρικλίζοντας προς τα πίσω, με μάτια διάπλατα ανοικτά και κοιτώντας στο πουθενά, έπιασε και με τα δύο χέρια τον λαιμό του και προσπάθησε απεγνωσμένα να ρουφήξει αέρα μέσα από την κατεστραμμένη του τραχεία.
Ο Ραντ ήταν ήδη έτοιμος να εφαρμόσει το θανατηφόρο χτύπημα κάτω από το στέρνο, όταν άκουσε έναν ψιθυριστό ήχο να έρχεται από πίσω και ξαφνικά ο σαρκασμός του Ρόσεντ απέκτησε καινούργιο νόημα. Γυρίζοντας ανάποδα τον Ρόσεντ, ο Ραντ έπεσε στο έδαφος, πάνω στον άντρα. Ακούστηκε ο ήχος μετάλλου που χτυπάει άγρια πάνω σε πέτρινο τοίχο, και βλαστήμιες από το στόμα ενός άντρα. Αδράχνοντας το ξίφος του Ρόσεντ, ο Ραντ κύλησε στην άκρη κι ελευθέρωσε τη λεπίδα, πέφτοντας βαριά πάνω στον ώμο του. Ο Ρόσεντ άφησε μια στριγκή, κελαρυστή κραυγή τη στιγμή που ο Ραντ καθόταν ανακούρκουδα, βλέποντας μπροστά του τον δρόμο από τον οποίο είχε έρθει.
Ο Ράεφαρ Κίσμαν κοιτούσε έκπληκτος προς τη μεριά του Ρόσεντ· η λάμα, με την οποία σκόπευε να τρυπήσει τον Ραντ, είχε χωθεί βαθιά μέσα στο στήθος του άλλου άντρα. Αίμα ανάβλυζε από τα χείλη του Μουραντιανού, ο οποίος έσπρωξε δυνατά το έδαφος με τις φτέρνες του και μάτωσε τα χέρια του πάνω στην κοφτερή λάμα, σαν να ήθελε να τη βγάλει από μέσα του. Μέσου αναστήματος και χλωμός σαν Δακρυνός, ο Κίσμαν φορούσε ρούχα απέριττα, όμοια με του Ραντ, εκτός από τη ζώνη του ξίφους του. Κρύβοντάς την κάτω από τον μανδύα του, μπορούσε να κυκλοφορεί στο Φαρ Μάντινγκ χωρίς να τραβάει τα βλέμματα.
Η κατάπληξή του δεν κράτησε πάνω από μία στιγμή. Καθώς ο Ραντ ανασηκωνόταν κρατώντας το σπαθί και με τα δύο χέρια, ο Κίσμαν ελευθέρωσε τη λάμα του χωρίς να ρίξει ματιά στον συνεργάτη του, που σφάδαζε. Απέμεινε να παρακολουθεί τον Ραντ, με τα χέρια του να μετακινούνται νευρικά στη μακρόστενη λαβή του ξίφους του. Αναμφίβολα, ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που ήταν τόσο περήφανοι επειδή είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τη Δύναμη ως όπλο, ώστε δεν είχε μπει στον κόπο να μάθει τη χρήση του ξίφους. Κάτι που δεν ίσχυε για τον Ραντ. Ο Ρόσεντ συσπάστηκε για μία τελευταία φορά κι έμεινε ακίνητος, ατενίζοντας τον ουρανό.