Выбрать главу

«Ήρθε η ώρα σου», είπε ήσυχα ο Ραντ, αλλά καθώς έκανε ένα βήμα μπρος, ένα κροτάλισμα ακούστηκε κάπου πίσω από τον Δακρυνό, κάτι σαν ακατάπαυτη φλυαρία, κι ύστερα άλλο ένα. Ήταν οι Φρουροί του Δρόμου.

«Θα μας πιάσουν και τους δύο», είπε ξέπνοα ο Κίσμαν, σαν αλλόφρων. «Αν μας βρουν πάνω από το πτώμα, θα μας κρεμάσουν και τους δύο! Το ξέρεις!»

Εν μέρει, είχε δίκιο. Αν τους έβρισκαν οι Φρουροί, θα τους τσουβάλιαζαν στα κελιά κάτω από την Αίθουσα των Συμβούλων. Ακούστηκαν κι άλλα κροταλίσματα, που πλησίαζαν ολοένα. Οι Φρουροί μάλλον είχαν προσέξει τους τρεις άντρες που, ένας-ένας, μπήκαν στο ίδιο σοκάκι. Ίσως, μάλιστα, να είχαν δει και το ξίφος του Κίσμαν. Απρόθυμα, ο Ραντ ένευσε καταφατικά.

Ο Δακρυνός οπισθοχώρησε με προσοχή κι, όταν είδε πως ο Ραντ δεν τον ακολούθησε, θηκάρωσε τη λεπίδα του κι άρχισε να τρέχει σαν τρελός, με τον σκούρο μανδύα να ανεμίζει πίσω του.

Ο Ραντ έριξε το δανεικό ξίφος πάνω στο πτώμα του Ρόσεντ κι απομακρύνθηκε από την αντίθετη μεριά, όπου ακόμα δεν είχαν ακουστεί κροταλίσματα. Με λίγη τύχη, σύντομα θα έβγαινε στον δρόμο και θα ανακατευόταν με το πλήθος, πριν τον δουν. Δεν ήταν ο φόβος της θηλιάς που τον απασχολούσε. Αν έβγαζε τα γάντια και τους έδειχνε τους Δράκοντες που ήταν ζωγραφισμένοι στο χέρι του, σίγουρα δεν θα τον απαγχόνιζαν. Οι Σύμβουλοι, όμως, είχαν αποδεχθεί αυτό το αλλόκοτο διάταγμα που είχε θεσπίσει η Ελάιντα. Από τη στιγμή που θα τον έχωναν στο κελί, θα έμενε εκεί έως ότου τον απελευθέρωνε ο Λευκός Πύργος. Έτσι, άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε.

Ο Κίσμαν αφομοιώθηκε από το πλήθος του δρόμου, ξεφυσώντας ανακουφισμένος καθώς τρεις Φρουροί του Δρόμου μπήκαν στο σοκάκι από το οποίο μόλις είχε ξεπροβάλει. Κρατώντας τον μανδύα σφιχτά πάνω στο κορμί του, έτσι που να κρύβει το θηκαρωμένο του ξίφος, αφέθηκε στην πλημμυρίδα του όχλου χωρίς να περπατάει γρήγορα, συγκριτικά με μερικούς μάλιστα περπατούσε σχετικά αργά. Δεν είχε τίποτα επάνω του που θα τραβούσε την προσοχή ενός Φρουρού. Ένα ζευγάρι Φρουρών τον προσπέρασε, κουβαλώντας έναν αιχμάλωτο σφικτά δεμένο και μπαγλαρωμένο σε ένα τεράστιο τσουβάλι που κρεμόταν από ένα μακρύ ραβδί που ήταν περασμένο στους ώμους τους. Μονάχα το κεφάλι του άντρα εξείχε. Είχε γουρλώσει τα μάτια και κοιτούσε τριγύρω. Ο Κίσμαν αναρρίγησε. Να πάρει και να σηκώσει, θα μπορούσε να είναι ο ίδιος σε αυτή τη θέση! Ο ίδιος!

Ήταν ανοησία εκ μέρους του που άφησε τον Ρόσεντ να τον παρασύρει. Υποτίθεται πως θα περίμεναν να καταφθάσουν κι οι άλλοι, και θα έμπαιναν στην πόλη ένας-ένας, για να μην τραβήξουν την προσοχή. Ο Ρόσεντ, όμως, ήθελε κατ’ αποκλειστικότητα τη δόξα τού να σκοτώσει τον αλ’Θόρ. Ο Μουραντιανός καιγόταν από επιθυμία να αποδείξει πόσο καλύτερος ήταν από τον Ραντ. Τώρα όμως, κειτόταν νεκρός, και παραλίγο την ίδια τύχη να είχε κι ο Ράεφαρ Κίσμαν, κάτι που τον έκανε έξαλλο, μια κι αυτός επιθυμούσε την ισχύ πιότερο από το κλέος, επιθυμούσε να κυβερνήσει το Δάκρυ από την Πέτρα. Ίσως να επιθυμούσε κι άλλα πράγματα, όπως το να ζήσει για πάντα. Αυτά του είχαν υποσχεθεί. Του τα όφειλαν. Μέρος του θυμού του είχε να κάνει με το ότι δεν ήταν καν σίγουρος ότι θα σκότωναν τον αλ’Θόρ. Ο Μέγας Άρχων γνώριζε πόσο το ήθελε —μόνο αν έθαβαν αυτόν τον άντρα, θα μπορούσε να κοιμηθεί ήσυχος!— ωστόσο...

«Σκοτώστε τον», είχε προστάξει ο Μ’Χαήλ, πριν τους στείλει στην Καιρχίν, αλλά απογοητεύτηκε που τους ανακάλυψαν και το θεώρησε αποτυχία. Το Φαρ Μάντινγκ ήταν η τελευταία τους ευκαιρία, κάτι που τους το είχε ξεκαθαρίσει. Ο Ντασίβα είχε απλώς εξαφανιστεί, κι ο Κίσμαν δεν είχε ιδέα αν το είχε σκάσει ή αν τον είχε σκοτώσει ο Μ’Χαήλ, αλλά δεν τον ένοιαζε κιόλας.

«Σκοτώστε τον», τους είχε προστάξει αργότερα ο Ντεμάντρεντ, προσθέτοντας πως θα ήταν καλύτερο να πεθάνουν στην προσπάθεια παρά να τους ανακαλύψει οποιοσδήποτε, ακόμα κι ο ίδιος ο Μ’Χαήλ, λες και δεν γνώριζε τη διαταγή του Τάιμ.

Λίγο πιο μετά, ο Μοριντίν τούς είχε πει: «Σκοτώστε τον, αν χρειαστεί, αλλά ό,τι κι αν γίνει, φέρτε μου όλα όσα έχει στην κατοχή του. Μόνο έτσι θα εξιλεωθείτε για τις προηγούμενες αποτυχίες σας». Έλεγε ότι ανήκε στους Εκλεκτούς, και κανείς δεν ήταν τόσο τρελός ώστε να πει κάτι τέτοιο εκτός κι αν ήταν αλήθεια. Από την άλλη, φαίνεται πως θεωρούσε πιο σημαντική την περιουσία του αλ’Θόρ από τον θάνατό του, καθότι δεν θεωρούσε απαραίτητο τον φόνο του, παρά μόνο αν συνέβαινε συμπτωματικά.

Αυτοί οι δύο ήταν οι μόνοι Εκλεκτοί που είχε συναντήσει ο Κίσμαν, αρκετοί όμως για να του προκαλούν πονοκέφαλο. Ήταν χειρότεροι από τους Καιρχινούς. Υποψιαζόταν πως όσα δεν έλεγαν μπορούσαν να σκοτώσουν έναν άνθρωπο γρηγορότερα κι από μια υπογεγραμμένη διαταγή ενός Υψηλού Άρχοντα. Τέλος πάντων, μόλις κατέφθαναν ο Τόρβαλ κι ο Γκέντγουιν, θα μπορούσε να καταστρώσει κάποιο σχέδιο μαζί τους...