Ξαφνικά, κάτι τσίμπησε το δεξί του μπράτσο, κι ο άντρας είδε κατάπληκτος μια αιμάτινη κηλίδα να απλώνεται πάνω στον μανδύα του. Το τραύμα δεν έμοιαζε βαθύ, και κανένας πορτοφολάς δεν θα είχε λόγο να του σκίσει τον βραχίονα.
«Μου ανήκει», ψιθύρισε ένας άντρας πίσω του, αλλά όταν ο Κίσμαν γύρισε να κοιτάξει, είδε μονάχα το πλήθος του δρόμου να ασχολείται με τις καθημερινές εργασίες. Οι ελάχιστοι που παρατήρησαν τη σκούρα κηλίδα πάνω στον χιτώνα του, απέτρεψαν γρήγορα το βλέμμα τους. Στο μέρος αυτό, κανείς δεν είχε όρεξη να μπλεχτεί σε βιαιότητες, ακόμα και μικρού βεληνεκούς. Ήταν όλοι πολύ καλοί στο να αγνοούν όσα δεν ήθελαν να δουν.
Η πληγή παλλόταν κι έκαιγε περισσότερο από πριν. Αποτραβώντας τον χιτώνα του, ο Κίσμαν πίεσε το αριστερό του χέρι πάνω στην αιμάτινη χαρακιά, στο μανίκι του. Αισθάνθηκε το μπράτσο του πρησμένο και ζεστό. Ξαφνικά, κοίταξε έντρομος το δεξί του χέρι, καθώς αυτό άρχισε να μαυρίζει και να πρήζεται, σαν να ανήκε σε πτώμα μίας βδομάδας.
Άρχισε να τρέχει ξέφρενα, σπρώχνοντας τον κόσμο και ρίχνοντάς τον κάτω. Δεν είχε ιδέα τι του συνέβαινε, ούτε πώς είχε συμβεί, αλλά ήταν σίγουρος για το αποτέλεσμα, εκτός αν κατόρθωνε να βγει από την πόλη, να πάει πέρα από τη λίμνη, στους λόφους. Εκεί, θα είχε μια πιθανότητα να γλιτώσει. Ένα άλογο. Χρειαζόταν ένα άλογο! Έπρεπε να γλιτώσει. Του είχαν υποσχεθεί αιώνια ζωή! Μπροστά του έβλεπε μονάχα πεζούς, κι αυτοί παραμέριζαν στην τρεχάλα του. Νόμισε ότι άκουσε τον κροταλιστό ήχο των Φρουρών, αλλά μπορεί να ήταν και το αίμα που παλλόταν στα αυτιά του. Τα πάντα σκοτείνιαζαν. Χτύπησε πάνω σε κάτι σκληρό και κατάλαβε ότι έπεφτε. Η τελευταία του σκέψη ήταν πως κάποιος από τους Εκλεκτούς είχε αποφασίσει να τον τιμωρήσει, αλλά δεν είχε ιδέα για ποιο λόγο.
Λίγοι μόνο άντρες κάθονταν γύρω από τα στρογγυλά τραπέζια, στην κοινή αίθουσα της Κορώνας του Μαρέντο, όταν μπήκε ο Ραντ. Παρά το μεγαλοπρεπές όνομα, επρόκειτο για ένα ταπεινό πανδοχείο με δύο ντουζίνες δωμάτια, που κατανέμονταν σε δύο ορόφους. Οι γύψινοι τοίχοι στην κοινή αίθουσα ήταν βαμμένοι κίτρινοι, κι οι άντρες που σέρβιραν φορούσαν μακριές ποδιές στο ίδιο χρώμα. Δύο πέτρινα τζάκια στα δύο άκρα του χώρου ανέδιδαν μια χαρακτηριστική ζεστασιά που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με το κρύο που επικρατούσε έξω. Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά, αλλά οι φανοί που κρέμονταν στους τοίχους ήταν αρκετοί για να διασκορπίζουν τη σκοτεινιά. Οι μυρωδιές που έρχονταν από την κουζίνα υπόσχονταν ένα γευστικό γεύμα από ψαρικά της λίμνης, κάτι που ο Ραντ δεν ήθελε να χάσει. Άλλωστε, οι μάγειρες στην Κορώνα του Μαρέντο θεωρούνταν πολύ καλοί.
Είδε τον Λαν να κάθεται μόνος του σε ένα τραπέζι, κοντά στον τοίχο. Το πλεκτό δερμάτινο κορδόνι που συγκρατούσε τα μαλλιά του άντρα τραβούσε τις πλάγιες ματιές μερικών, αλλά ο ίδιος δεν εννοούσε με τίποτα να αποχωριστεί το χαντόρι, έστω και για λίγο. Οι ματιές τους συναντήθηκαν κι, όταν ο Ραντ ένευσε προς το μέρος της σκάλας, στην πίσω μεριά του δωματίου, ο Λαν κατάλαβε αμέσως. Άφησε κάτω την κούπα με το κρασί του, σηκώθηκε και κίνησε για τις σκάλες. Δεν κουβαλούσε παρά ένα μικρό μαχαίρι, περασμένο στη ζώνη του, αλλά ακόμα κι έτσι φάνταζε επικίνδυνος, αν και δεν μπορούσε να γίνει κάτι γι’ αυτό. Κάμποσοι καθιστοί άντρες έριχναν φευγαλέες ματιές προς το μέρος του Ραντ, αλλά, για κάποιο λόγο, όταν αυτός έστρεψε το βλέμμα του επάνω τους, κοιτούσαν εσπευσμένα αλλού.
Ο Ραντ σταμάτησε δίπλα στην κουζίνα, στην πόρτα του Δωματίου Γυναικών. Οι άντρες δεν επιτρεπόταν να εισέλθουν εκεί. Εκτός από μερικά ζωγραφιστά λουλούδια στους κίτρινους τοίχους, το Δωμάτιο Γυναικών δεν είχε τίποτα ξεχωριστό συγκριτικά με την κοινή αίθουσα, παρ’ όλο που οι στηριγμένοι σε ορθοστάτες φανοί ήταν βαμμένοι επίσης κίτρινοι, όπως κι η εξωτερική επένδυση του τζακιού. Οι κίτρινες ποδιές που φορούσαν οι γυναίκες που σέρβιραν δεν διέφεραν ούτε στο ελάχιστο από αυτές που φορούσαν οι άντρες στην κοινή αίθουσα. Η Κυρά Νάλχερα, η λεπτόκορμη και γκριζομάλλα πανδοχέας, καθόταν στο ίδιο τραπέζι με τη Μιν, τη Νυνάβε και την Αλίβια. Οι τέσσερις γυναίκες κουβέντιαζαν και γελούσαν πίνοντας τσάι.
Το σαγόνι του Ραντ σφίχτηκε μόλις αντίκρισε την πρώην νταμέην. Η Νυνάβε ισχυριζόταν πως η γυναίκα επέμενε να έρθει, αλλά ο Ραντ δεν πίστευε πως ήταν δυνατόν να «επιμείνει» κάποιος έχοντας απέναντι του τη Νυνάβε. Απλώς, ήθελε την Αλίβια κοντά της για κάποιον μυστήριο λόγο. Από τότε που ο Ραντ είχε επιστρέψει για χάρη της, αφήνοντας πίσω την Ηλαίην, η Νυνάβε συμπεριφερόταν περίεργα, λες και δούλευε σκληρά για να κατορθώσει να γίνει Άες Σεντάι. Κι οι τρεις γυναίκες είχαν υιοθετήσει τα ψηλόλαιμα φορέματα του Φαρ Μάντινγκ, στολισμένα έντονα με λουλούδια και πουλιά στο μπούστο και στους ώμους, σχεδόν έως το σαγόνι, αν και μερικές φορές η Νυνάβε γκρίνιαζε. Αναμφίβολα προτιμούσε τα χοντρά μάλλινα των Δύο Ποταμών από το λεπτεπίλεπτο υλικό που είχε βρει εδώ. Από την άλλη, λες κι η κόκκινη κηλίδα του κι’σάιν, στο μέτωπό της, δεν ήταν αρκετή για να τραβάει τα βλέμματα, είχε γεμίσει το σώμα της κοσμήματα, σαν να επρόκειτο να παραστεί σε βασιλική ακρόαση, μια λεπτή χρυσή ζώνη, ένα μακρύ περιδέραιο και κάμποσα βραχιόλια, όλα στολισμένα με καταγάλανα ζαφείρια και λείες πράσινες πέτρες, που ο Ραντ δεν είχε ξαναδεί, ενώ σε κάθε δάχτυλο του δεξιού χεριού της υπήρχε ένα δαχτυλίδι. Το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό το είχε κρύψει κάπου, ώστε για να μην τραβάει την προσοχή, αλλά τα υπόλοιπα στολίδια την τραβούσαν ακόμα περισσότερο. Ο περισσότερος κόσμος δεν θα αναγνώριζε με την πρώτη ματιά ένα δαχτυλίδι που ανήκε σε Άες Σεντάι, αλλά οποιοσδήποτε μπορούσε να καταλάβει πως όλα αυτά τα πετράδια σήμαιναν πως το χρήμα έρεε άφθονο.