Ο Ραντ καθάρισε τον λαιμό του κι έσκυψε το κεφάλι. «Γυναίκα, πρέπει να σου μιλήσω επάνω», είπε, και την τελευταία στιγμή θυμήθηκε να προσθέσει, «αν έχεις την καλοσύνη». Του ήταν αδύνατον να το κάνει να ακουστεί πιο επείγον διατηρώντας ταυτόχρονα και την ανάλογη ευπρέπεια, αλλά ήλπιζε πως δεν θα αργοπορούσαν, κάτι που θα μπορούσε να γίνει, αν μη τι άλλο για να δείξουν στην πανδοχέα πως ο άντρας δεν είχε το πάνω χέρι. Για κάποιο λόγο, ο κόσμος στο Φαρ Μάντινγκ πίστευε πως οι ξένοι είχαν τις γυναίκες τους σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε!
Η Μιν έκανε μια περιστροφή στο κάθισμά της και του χάρισε ένα χαμόγελο, όπως έκανε πάντα όταν την αποκαλούσε «γυναίκα». Η αίσθηση που ανέδυε μέσα στο μυαλό του ήταν ζεστασιά κι ευχαρίστηση, με την ευθυμία να σπινθηρίζει άξαφνα. Πράγματι, η Μιν έβρισκε ιδιαίτερα διασκεδαστική την κατάστασή τους στο Φαρ Μάντινγκ. Γέρνοντας προς το μέρος της Κυράς Νάλχερα, χωρίς να παίρνει στιγμή τη ματιά της από πάνω του, η Μιν είπε χαμηλόφωνα κάτι, που έκανε τη γηραιότερη γυναίκα να χαχανίσει και να κοιτάξει τη Νυνάβε με μια πονεμένη έκφραση.
Η Αλίβια σηκώθηκε, δίχως να μοιάζει διόλου με την υποταγμένη γυναίκα που ο Ραντ θυμόταν τόσο αόριστα ότι είχε παραδώσει στον Τάιμ. Όλες εκείνες οι αιχμάλωτες σουλ’ντάμ και νταμέην δεν ήταν παρά ένα βάρος, από το οποίο ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος που απαλλάχτηκε. Στα χρυσαφένια της μαλλιά υπήρχαν λευκές ρίγες, ενώ στις άκρες των ματιών της, τα οποία φάνταζαν αγριεμένα, διαγράφονταν λεπτές ρυτίδες. «Λοιπόν;» είπε μακρόσυρτα, κοιτώντας τη Νυνάβε, κι η λέξη έμοιαζε περισσότερο σαν να της ασκεί κριτική ή να την προστάζει.
Η Νυνάβε αγριοκοίταξε τη γυναίκα, σηκώθηκε με το πάσο της κι έσιαξε τη φούστα της.
Ο Ραντ δεν περίμενε περισσότερο για να σπεύσει επάνω. Ο Λαν περίμενε στο πλατύσκαλο, αθέατος από τη μεριά της κοινής αίθουσας. Σιγανά, ο Ραντ τού εξήγησε με το νι και με το σίγμα όσα είχαν συμβεί, αλλά η πέτρινη έκφραση του Λαν δεν άλλαξε στο ελάχιστο.
«Τουλάχιστον, ξεμπερδέψαμε με έναν από δαύτους», είπε, στρέφοντας το πρόσωπό του προς τη μεριά του δωματίου που μοιραζόταν με τη Νυνάβε. «Πάω να ετοιμάσω τα πράγματά μας».
Ο Ραντ βρισκόταν ήδη στο δωμάτιο που μοιραζόταν με τη Μιν, βγάζοντας με βιαστικές κινήσεις τα ρούχα τους από τις ψηλές ντουλάπες και στοιβάζοντάς τα όπως-όπως σε ένα από τα ψάθινα κοφίνια, όταν ξαφνικά η Μιν μπήκε στο δωμάτιο, ακολουθούμενη από τη Νυνάβε και την Αλίβια.
«Μα το Φως, θα καταστρέψεις τα πράγματά μας, έτσι όπως τα στοιβάζεις», αναφώνησε η Μιν, σπρώχνοντάς τον μακριά από το κοφίνι. Άρχισε να βγάζει τα ρούχα και να τα διπλώνει συστηματικά στο κρεβάτι, δίπλα στο δεσμευμένο με ειρήνη ξίφος του. «Για ποιο λόγο πακετάρουμε;» τον ρώτησε, χωρίς όμως να του δώσει την ευκαιρία να απαντήσει. «Η Κυρά Νάλχερα λέει πως δεν θα ήσουν τόσο κατσούφης αν σου έδινα μερικές βιτσιές κάθε πρωί», είπε γελώντας, πετώντας ένα από τα πανωφόρια που δεν συνήθιζε να φοράει εδώ. Ο Ραντ της είχε πει ότι θα της αγόραζε καινούργιο, αλλά αυτή αρνήθηκε να αφήσει πίσω τα κεντητά πανωφόρια και τα παντελόνια. «Της είπα ότι θα το σκεφτώ σοβαρά. Της αρέσει πολύ ο Λαν». Ξαφνικά, άρχισε να μιλάει με διαπεραστική φωνή, μιμούμενη την πανδοχέα. «Ανέκαθεν έλεγα πως ένας περιποιημένος άντρας με ήπιους τρόπους είναι προτιμότερος από έναν ομορφάντρα».
Η Νυνάβε ρουθούνισε. «Ποια θα ήθελε έναν άντρα που να τον κάνει ό,τι θέλει, όποτε θέλει;» Ο Ραντ απέμεινε να την κοιτάει, ενώ η Μιν είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Αυτό ακριβώς έκανε η Νυνάβε με τον Λαν, αλλά ο Ραντ αδυνατούσε να καταλάβει πώς μπορούσε να είναι τόσο ανεκτικός απέναντι της.