Выбрать главу

«Σαν πολύ δεν σκέφτεσαι τους άντρες, Νυνάβε;» είπε η Αλίβια με τη μακρόσυρτη προφορά της. Η Νυνάβε συνοφρυώθηκε, αλλά αντί για απάντηση έμεινε ακίνητη, ψηλαφώντας κάποιο από τα βραχιόλια της, ένα περίεργο κόσμημα με επίπεδες χρυσές αλυσίδες, που απλώνονταν στο πάνω μέρους του αριστερού της χεριού, σχηματίζοντας δαχτυλίδια στα τέσσερα δάχτυλα. Η μεγαλύτερη γυναίκα κούνησε το κεφάλι της, σαν να απογοητεύτηκε που τα λόγια της δεν είχαν βρει ανταπόκριση.

«Πακετάρω γιατί πρέπει να φύγουμε, και μάλιστα γρήγορα», είπε βιαστικά ο Ραντ. Η Νυνάβε μπορεί προς το παρόν να καθόταν ήσυχα, όσο παράξενο κι αν ακουγόταν αυτό, αλλά αν το πρόσωπό της συνέχιζε να σκοτεινιάζει, ήταν σίγουρο πως θα τραβούσε απότομα την κοτσίδα της και θα άρχιζε να ξεφωνίζει, μέχρι που κανείς δεν θα τολμούσε να της πει λέξη, έστω και πλαγίως, για ώρες ολόκληρες.

Πριν ακόμα ο Ραντ αποτελειώσει όσα είχε πει και στον Λαν, η Μιν έπαψε να διπλώνει τα ρούχα κι άρχισε να τοποθετεί τα βιβλία της στο δεύτερο κοφίνι τόσο γρήγορα, που δεν τα σκέπασε καν με τους μανδύες, όπως έκανε συνήθως. Οι άλλες δύο γυναίκες απέμειναν να τον κοιτάζουν, λες και δεν τον είχαν ξαναδεί. Σε περίπτωση που δεν έπαιρναν τόσο γρήγορες στροφές όσο η Μιν, ο Ραντ πρόσθεσε ανυπόμονα: «Ο Ρόσεντ κι ο Κίσμαν μού έστησαν ενέδρα. Ήξεραν ότι τους ακολουθούσα. Ο Κίσμαν διέφυγε. Αν έχει υπ’ όψιν του αυτό το πανδοχείο, ίσως ο ίδιος με τον Ντασίβα, τον Γκέντγουιν και τον Τόρβαλ να έρθουν προς τα εδώ, μπορεί σε τρεις μέρες, μπορεί και σε μία ώρα από τώρα».

«Δεν είμαι τυφλή», είπε η Νυνάβε, εξακολουθώντας να τον κοιτάει. Δεν υπήρχε ένταση στη φωνή της. Άραγε, ήταν απλώς τυπική η διαμαρτυρία της; «Αν βιάζεσαι, βοήθα τη Μιν αντί να στέκεσαι έτσι, σαν χαζός». Του έριξε μία ακόμα διαπεραστική ματιά, κούνησε το κεφάλι της κι έφυγε.

Η Αλίβια κοντοστάθηκε λίγο κι αγριοκοίταξε τον Ραντ. Όχι, δεν έδινε πλέον την εντύπωση μιας εξημερωμένης γυναίκας. «Μπορεί να σκοτωθείς με αυτά που κάνεις», του είπε αποδοκιμαστικά. «Σε περιμένει πολλή δουλειά για να σκοτωθείς τώρα. Πρέπει να μας αφήσεις να βοηθήσουμε».

Ο Ραντ κοίταξε βλοσυρά την πόρτα που έκλεισε πίσω της. «Μήπως έχεις δει κανένα όραμα σχετικά με την Αλίβια, Μιν;»

«Συνέχεια, αλλά όχι όπως το εννοείς εσύ. Δεν βγάζω νόημα από αυτά που βλέπω». Ζάρωσε τη μύτη της, κοιτώντας ένα από τα βιβλία, και το έβαλε στην άκρη. Δεν υπήρχαν πολλές πιθανότητες να εγκαταλείψει έστω κι έναν τόμο από την όχι και τόσο μικρή βιβλιοθήκη της. Αναμφίβολα, σκόπευε να πάρει μαζί της το συγκεκριμένο βιβλίο και να το διαβάσει με την πρώτη ευκαιρία. Περνούσε ώρες χωμένη σ’ αυτά τα βιβλία. «Ραντ», είπε αργά. «Ύστερα απ’ όσα έκανες, εννοώ που σκότωσες έναν άνθρωπο κι αντιμετώπισες έναν άλλον, δεν... Ραντ, δεν αισθάνθηκα τίποτα. Θέλω να πω, όσον αφορά στον δεσμό. Ούτε φόβο, ούτε θυμό, ούτε καν ενδιαφέρον! Τίποτα».

«Δεν ήμουν θυμωμένος μαζί του». Κούνησε το κεφάλι του κι άρχισε να στοιβάζει πάλι ρούχα στο κοφίνι. «Απλώς έπρεπε να τον σκοτώσω, αυτό είναι όλο. Επιπλέον, γιατί να φοβηθώ;»

«Α», είπε η Μιν χαμηλόφωνα. «Κατάλαβα». Έσκυψε πάλι πάνω από τα βιβλία. Ο δεσμός είχε ακινητοποιηθεί, λες κι η γυναίκα είχε περιπέσει σε βαθιά σκέψη, αλλά ένα νήμα ανησυχίας είχε αρχίσει να διεισδύει στη σιωπή, σαν σκουλήκι.

«Μιν, σου υπόσχομαι πως δεν θα επιτρέψω να πάθεις κακό». Δεν ήξερε κατά πόσον θα μπορούσε να κρατήσει αυτή την υπόσχεση, αλλά σκόπευε να προσπαθήσει.

Του χαμογέλασε, κι ήταν σχεδόν σαν να γελούσε. Μα το Φως, πόσο όμορφη ήταν. «Το ξέρω, Ραντ. Ούτε εγώ θα αφήσω να πάθεις κακό». Η αγάπη έρεε μέσω του δεσμού σαν το λαμπάδιασμα του μεσημεριανού ήλιου. «Ωστόσο, η Αλίβια έχει δίκιο. Πρέπει να μας αφήσεις να βοηθήσουμε. Αν μας περιγράψεις με αρκετές λεπτομέρειες αυτούς τους τύπους, ίσως μπορέσουμε να κάνουμε μερικές ερωτήσεις. Είναι αδύνατον να ψάξεις όλη την πόλη μοναχός σου».

Είμαστε ήδη νεκροί, μουρμούρισε ο Λουζ Θέριν. Οι νεκροί θα έπρεπε να κάθονται ήσυχοι στους τάφους τους, μα ποτέ δεν το κάνουν.

Ο Ραντ ούτε που άκουγε καλά-καλά τη φωνή μέσα στο μυαλό του. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως δεν ήταν ανάγκη να περιγράψει τον Κίσμαν και τους υπόλοιπους. Θα μπορούσε να τους ζωγραφίσει τόσο καλά, που οποιοσδήποτε θα αναγνώριζε τα πρόσωπά τους. Μόνο που δεν ήξερε να ζωγραφίζει, κάτι που μπορούσε όμως να κάνει ο Λουζ Θέριν. Αυτό θα τον φόβιζε. Σίγουρα.

Ο Ίσαμ βημάτιζε σκεπτικός μέσα στο δωμάτιο, υπό το πανταχού παρόν φως του Τελ’αράν’ριοντ. Τα σκεπάσματα του κρεβατιού, που μέχρι πριν λίγο ήταν μια άμορφη μάζα, στρώθηκαν επιδέξια στο ανοιγόκλεισμα ενός ματιού. Το κάλυμμα άλλαξε από λουλουδάτο σε σκούρο κόκκινο κι έπειτα σε πάπλωμα. Το εφήμερο άλλαζε μονίμως εδώ, κι ο άντρας ούτε που το πρόσεχε καν. Δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον Τελ’αράν’ριοντ όπως τον χρησιμοποιούσαν οι Εκλεκτοί, αλλά εδώ ένιωθε πιο ελεύθερος. Εδώ, μπορούσε να είναι αυτός που πάντα ήθελε. Χασκογέλασε στη σκέψη.