Σταμάτησε δίπλα στο κρεβάτι και ξεθηκάρωσε προσεκτικά τα δύο δηλητηριασμένα εγχειρίδια. Κατόπιν, βγήκε από τον Αθέατο Κόσμο στον πραγματικό, κι έγινε αμέσως ο Λουκ. Φάνταζε ό,τι πιο κατάλληλο.
Στον αληθινό κόσμο, το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, αλλά από το μοναδικό παράθυρο έμπαινε αρκετό σεληνόφως, ώστε να διακρίνει τις σιλουέτες των δύο ανθρώπων που σχημάτιζαν λοφάκια όπως κοιμόνταν κάτω από τις κουβέρτες. Χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, βύθισε από μία λάμα στον καθένα. Ξύπνησαν, αφήνοντας μικρές κραυγές, αλλά ο Λουκ ελευθέρωσε τις λεπίδες και τις βύθισε στη σάρκα τους ξανά και ξανά. Το δηλητήριο σίγουρα θα τους αφαιρούσε τη δυνατότητα να φωνάξουν δυνατά, έτσι που να ακουστούν έξω από αυτό το δωμάτιο, αλλά ο ίδιος ήθελε να πάρει τα πρωτεία από το δηλητήριο σε αυτόν τον φόνο. Σύντομα, οι μορφές σταμάτησαν να σφαδάζουν, όταν ο Λουκ βύθισε μια λεπίδα ανάμεσα στα πλευρά τους.
Σκουπίζοντας τις λάμες πάνω στις κουβέρτες, τις θηκάρωσε ξανά, με την ίδια προσοχή όπως τις είχε ξεθηκαρώσει. Είχε πολλά χαρίσματα, αλλά η ανοσία στο δηλητήριο ή σε οποιοδήποτε άλλο όπλο δεν συμπεριλαμβανόταν σε αυτά. Ύστερα, τράβηξε ένα μικρό κερί από την τσέπη του και φύσηξε κάμποση στάχτη από τον σωρό στο τζάκι, για να ανάψει το φυτίλι. Ανέκαθεν του άρεσε να βλέπει αυτούς που σκότωνε, αν όχι κατά τη διάρκεια του φόνου, αμέσως μετά τουλάχιστον. Είχε απολαύσει ειδικά εκείνες τις δύο Άες Σεντάι στην Πέτρα του Δακρύου. Η δυσπιστία στις εκφράσεις τους όταν εμφανίστηκε από το πουθενά, ο τρόμος που ένιωσαν μόλις συνειδητοποίησαν ότι δεν είχε έρθει για να τις σώσει, ήταν πολύτιμες αναμνήσεις. Βέβαια, τότε ήταν ο Ίσαμ, όχι ο Λουκ, αλλά, όπως και να έχει, οι αναμνήσεις ήταν πολύ αξιόλογες. Σε κανέναν από τους δύο δεν παρουσιαζόταν συχνά η ευκαιρία να σκοτώσει μια Άες Σεντάι.
Για μια στιγμή, κοίταξε εξεταστικά το πρόσωπο του άντρα και της γυναίκας πάνω στο κρεβάτι, κατόπιν έσβησε τη φλόγα του κεριού, το τοποθέτησε στην τσέπη του κι επέστρεψε στον Τελ’αράν’ριοντ.
Ο τωρινός πατρόνας του τον περίμενε. Ήταν άντρας, ήταν σίγουρος γι’ αυτό, αλλά ο Λουκ δεν μπορούσε να τον κοιτάξει στα μάτια. Όχι πως είχε κάτι κοινό με αυτούς τους γλοιώδεις Φαιούς Ανθρώπους, που απλώς δεν τους πρόσεχες. Κάποτε, είχε σκοτώσει έναν από δαύτους στον ίδιο τον Λευκό Πύργο. Ήταν παγωμένοι και κούφιοι στο άγγιγμα. Είχε νιώσει ότι σκότωσε πτώμα. Όχι, αυτός ο άνθρωπος είχε κάνει κάτι χρησιμοποιώντας τη Δύναμη, έτσι που το βλέμμα του Λουκ γλιστρούσε από πάνω του όπως το νερό σε μια γυάλινη επιφάνεια. Ακόμα και με την άκρη του ματιού του, έβλεπε μια θολούρα.
«Το ζευγάρι που κοιμόταν σε αυτό το δωμάτιο, κοιμήθηκε για πάντα», είπε ο Λουκ, «αλλά ο άντρας ήταν καραφλός κι η γυναίκα γκριζομάλλα».
«Κρίμα», αποκρίθηκε ο άντρας, κι η φωνή του έμοιαζε να λιώνει στα αυτιά του Λουκ. Θα του ήταν αδύνατον να την αναγνωρίσει αν την άκουγε δίχως τη μεταμφίεση. Ανήκε μάλλον σε έναν από τους Εκλεκτούς. Ελάχιστοι εκτός των Εκλεκτών γνώριζαν πώς να έρθουν σε επαφή μαζί του, και κανείς από αυτούς τους ελάχιστους δεν διαβίβαζε, ούτε θα τολμούσε να προσπαθήσει να τον διατάξει. Ανέκαθεν εκλιπαρούσαν για τις υπηρεσίες του, εκτός μόνο από τον ίδιο τον Μέγα Άρχοντα και, πιο πρόσφατα, από τους Εκλεκτούς, αλλά κανείς από όσους Εκλεκτούς είχε συναντήσει ο Λουκ, δεν είχε πάρει ποτέ τόσες προφυλάξεις.
«Θες να προσπαθήσω ξανά;» ρώτησε ο Λουκ.
«Πιθανόν. Μόλις σου πω, όχι πιο πριν. Να θυμάσαι πως δεν πρέπει να πεις τίποτα σε κανέναν».
«Όπως προστάζεις», απάντησε ο Λουκ υποκλινόμενος, αλλά ο άντρας είχε ήδη φτιάξει μια πύλη, μια τρύπα που έβλεπε σε ένα χιονισμένο ξέφωτο. Πριν ακόμα ο Λουκ ισιώσει το κορμί του, ο άντρας είχε εξαφανιστεί.
Πράγματι, ήταν κρίμα. Θα προτιμούσε να σκοτώσει τον ανιψιό του κι εκείνη την τσούπρα. Όμως, αν είχε τη δυνατότητα να περάσει την ώρα του, το κυνήγι ήταν ό,τι καλύτερο. Έγινε ξανά ο Ίσαμ. Στον Ίσαμ, αντίθετα από τον Λουκ, άρεσε πολύ να σκοτώνει λύκους.
23
Η Απώλεια του Ήλιου
Πασχίζοντας να κρατήσει σφιχτά γύρω της με το ένα χέρι τον ασυνήθιστο μάλλινο μανδύα, και προσπαθώντας ταυτόχρονα να μην πέσει από την ακόμα πιο ασυνήθιστη σέλα, η Σάλον σπιρούνισε αδέξια το άλογό της, για να ακολουθήσει τη Χαρίνε και τον Κύριο των Σπαθιών Μόαντ μέσα από την τρύπα που είχε σχηματιστεί στον αέρα κι οδηγούσε από την αυλή των στάβλων στο Παλάτι του Ήλιου, στο... Δεν ήταν σίγουρη πού, παρά μόνο πως επρόκειτο για μια μεγάλη, ανοικτή περιοχή —μάλλον ξέφωτο το έλεγαν— ένα ξέφωτο μεγαλύτερο από κατάστρωμα καταδρομικού, ανάμεσα σε μικροσκοπικά δέντρα, διάσπαρτα στους γύρω λόφους. Τα πεύκα, τα μόνα δέντρα που αναγνώριζε, ήταν πολύ μικρά και ροζιασμένα, κι η μοναδική τους χρησιμότητα ήταν να παράγουν πίσσα και ρετσίνι. Τα περισσότερα από τα υπόλοιπα είχαν γυμνά, γκρίζα κλαριά, που της θύμιζαν κόκαλα. Ο πρωινός ήλιος μόλις είχε ξεπροβάλει πίσω από τις δεντροκορφές κι, αν μη τι άλλο, το κρύο ήταν πιο τσουχτερό εδώ, παρά στην πόλη που είχε αφήσει πίσω της. Ήλπιζε πως το άλογο δεν θα παραπατούσε, ρίχνοντάς την ανάμεσα στα βράχια που εξείχαν στα σημεία όπου το χιόνι δεν κάλυπτε τα σάπια φύλλα, που ήταν σκορπισμένα στη γη. Δεν εμπιστευόταν και πολύ τα άλογα. Αντίθετα από τα πλοία, τα ζώα είχαν μυαλό, άρα ήταν δόλια κι επικίνδυνα να τα καβαλάει κανείς. Άσε που τα άλογα είχαν και δόντια. Όποτε το άλογό της έδειχνε τα δόντια του, τόσο κοντά στα πόδια της, η γυναίκα μόρφαζε και προσπαθούσε να το ηρεμήσει με ελαφρά χτυπηματάκια στον λαιμό και με καταπραϋντικά λόγια. Τουλάχιστον, ήλπιζε πως είχαν καθησυχαστική επίδραση στο ζώο.