Η Κάντσουεϊν, ντυμένη με ένα βαθυπράσινο ρούχο, καθόταν άνετα στη ράχη ενός ψηλού αλόγου με μαύρη χαίτη κι ουρά, συγκρατώντας την ύφανση με την οποία είχε κατασκευαστεί η πύλη. Δεν την απασχολούσαν τα άλογα. Δεν την απασχολούσε τίποτα. Μια ξαφνική ριπή ανέμου ανάδευσε τον γκρίζο μανδύα, που ήταν περασμένος στη μία άκρη της ράχης του αλόγου, αλλά η ίδια δεν έδειχνε να ενοχλείται ιδιαίτερα από το κρύο. Τα χρυσά στολίδια που κρέμονταν στα μαλλιά της, γύρω από τον σκούρο γκρίζο κότσο, αναδεύτηκαν καθώς γύρισε το κεφάλι της να κοιτάξει τη Σάλον και τους συντρόφους της. Ήταν ευπαρουσίαστη γυναίκα, μολονότι δεν θα της έριχνες δεύτερη ματιά ανάμεσα στο πλήθος, αν και το ήρεμο πρόσωπό της δεν ανταγωνιζόταν τα μαλλιά της. Μόλις τη γνώριζες για τα καλά, ήταν πολύ αργά πια.
Η Σάλον θα έδινε πολλά να μάθει τον τρόπο κατασκευής μιας τέτοιας ύφανσης, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πως θα έπρεπε να βρίσκεται δίπλα στην Κάντσουεϊν, αλλά δεν της είχαν επιτρέψει να πλησιάσει την αυλή των στάβλων μέχρι να ολοκληρωθεί η πύλη. Άλλωστε, το να βλέπεις ένα ιστίο απλωμένο στο ακροκέραιο δεν σήμαινε ότι ήξερες κιόλας πώς να το στήσεις, πόσω μάλλον να το φτιάξεις. Το μόνο που γνώριζε ήταν το όνομα. Την προσπέρασε, αποφεύγοντας να κοιτάξει το βλέμμα της Άες Σεντάι, αν και το αισθάνθηκε έντονο επάνω της. Η ματιά της γυναίκας έκανε τα δάχτυλα των ποδιών της να συστραφούν, αναζητώντας ένα στήριγμα που δεν πρόσφερε ο αναβολέας. Δεν έβλεπε τρόπο διαφυγής, αλλά ήλπιζε να τον ανακαλύψει μέσω της μελέτης των Άες Σεντάι. Δεν δίσταζε να παραδεχτεί ότι γνώριζε ελάχιστα για τις Άες Σεντάι —δεν είχε συναντήσει καμία πριν σαλπάρει για την Καιρχίν, κι η μόνη περίπτωση να τις σκεφτεί ήταν για να δοξάσει το Φως που δεν είχε επιλεγεί κι η ίδια να γίνει μία από δαύτες— αλλά υπήρχαν διάφορα υπόγεια ρεύματα μεταξύ των συντρόφων της Κάντσουεϊν. Βαθιά, δυνατά ρεύματα, που θα μπορούσαν να αλλοιώσουν οτιδήποτε φάνταζε σίγουρο επιφανειακά.
Οι τέσσερις Άες Σεντάι που είχαν ακολουθήσει την Κάντσουεϊν περίμεναν πάνω στα άλογά τους, στη μια μεριά του... ξέφωτου... μαζί με τρεις Προμάχους. Η Σάλον, τουλάχιστον, ήταν σίγουρη πως ο Ίχβον ήταν ο ορμητικός Πρόμαχος της Αλάνα, ενώ ο Τόμας ανήκε στη ρωμαλέα αλλά μικροκαμωμένη Βέριν, παρ’ όλο που ήταν σίγουρη πως είχε δει κάπου και τον νεαρό που βρισκόταν στο πλευρό της πλαδαρής Ντάιγκιαν, ντυμένος με το μαύρο πανωφόρι των Άσα’μαν. Το πιθανότερο, όμως, ήταν πως δεν ανήκε στους Προμάχους. Ο Έμπεν ήταν ακόμα πιτσιρίκος. Ωστόσο, όταν η γυναίκα έστρεφε το βλέμμα της επάνω του, η συνήθης υπερβολική έπαρσή της έμοιαζε να φουντώνει ακόμα περισσότερο. Η Κουμίρα, μια εμφανίσιμη γυναίκα, που τα γαλάζια της μάτια μπορούσαν κάλλιστα να γίνουν διαπεραστικά σαν μαχαίρια όταν την ενδιέφερε κάτι, ήταν καθισμένη κάπως πλάγια στη σέλα της, κοιτώντας τον νεαρό Έμπεν τόσο έντονα, που ήταν να απορεί κανείς πώς δεν τον είχε γδάρει με το βλέμμα της.
«Δεν θα το ανεχτώ άλλο αυτό», γρύλισε η Χαρίνε, τσιγκλώντας με τις γυμνές της φτέρνες τη φοράδα της, για να συνεχίσει το βάδισμα. Τα χρυσοΰφαντα κίτρινα μετάξια της δεν τη βοηθούσαν να κάθεται αναπαυτικά στη σέλα, κάτι που συνέβαινε και με τα γαλάζια ρούχα της Σάλον. Συνεχώς κουνιόταν και γλιστρούσε με κάθε κίνηση του ζώου, μέχρι που κινδύνευε να πέσει σε κάθε του βήμα. Οι ριπές της αύρας έκαναν τις αιωρούμενες άκρες της εσάρπας της να ανεμίζουν και τον μανδύα της να κυματίζει, αλλά η ίδια δεν καταδεχόταν να ασχοληθεί με την ενδυμασία της. Οι μανδύες δεν χρησιμοποιούνταν ιδιαίτερα πάνω στα πλοία. Ήταν εμπόδιο, και θα μπορούσαν κάλλιστα να μπλεχτούν στα πόδια σου όταν τα χρειαζόσουν για να επιβιώσεις, Ο Μόαντ είχε αρνηθεί να φορέσει μανδύα, εμπιστευόμενος περισσότερο το καπιτονέ μπλε πανωφόρι, που φορούσε ακόμα και στις πιο παγωμένες θάλασσες. Η Νεσούνε Μπιχάρα, τυλιγμένη με ένα καφεκίτρινο μάλλινο ρούχο, πέρασε μέσα από την πύλη κοιτώντας τριγύρω, λες κι ήθελε να τα συμπεριλάβει όλα με μια ματιά, κι ακολούθησε η Έλζα Πένφελ, η οποία, για κάποιο λόγο, είχε μια βαρύθυμη έκφραση, κρατώντας σφιχτά επάνω της τον φοδραρισμένο με γούνα πράσινο μανδύα της. Καμιά από τις υπόλοιπες Άες Σεντάι δεν φαινόταν να δίνει ιδιαίτερη σημασία στο να προστατευθεί από την παγωνιά.