«Ίσως καταφέρω να δω τον Κοραμούρ, λέει», μουρμούριζε η Χαρίνε, τραβώντας τα γκέμια της φοράδας της, αναγκάζοντάς τη να στραφεί προς τη μεριά του ξέφωτου, μακριά από το σημείο συγκέντρωσης των Άες Σεντάι. «Ίσως! Και παρουσιάζει αυτή την ευκαιρία λες και πρόκειται για ιδιαίτερο προνόμιο». Δεν ήταν ανάγκη να ονοματίσει ποια εννοούσε. Όταν αναφερόταν δηκτικά σε γυναίκα, μόνο μία μπορεί να εννοούσε. «Έχω κάθε δικαίωμα, ύστερα από διαπραγμάτευση και συμφωνία! Αρνείται να μου παράσχει τη συμφωνημένη ακολουθία! Πρέπει να αφήσω πίσω την Κυρά των Πανιών μου και τους ακολούθους μου!» Η Έριαν Μπορόλεος εμφανίστηκε μέσα από το άνοιγμα γεμάτη ένταση, λες και περίμενε να αντικρίσει κάποια μάχη σε εξέλιξη, ακολουθούμενη από την Μπελντάινε Νάιραμ, η οποία δεν έμοιαζε καν με Άες Σεντάι. Κι οι δυο τους ήταν ντυμένες στα πράσινα, η Έριαν από πάνω μέχρι κάτω, ενώ η Μπελντάινε είχε πράσινες ρίγες στα μανίκια και στη φούστα της. Άραγε, σήμαινε κάτι αυτό; Μάλλον όχι. «Μήπως πρόκειται να προσεγγίσω τον Κοραμούρ σαν κανένα κοριτσάκι του καταστρώματος που είναι κολλημένο με μια Κυρά των Πανιών;» Όταν κάμποσες Άες Σεντάι βρίσκονταν μαζί, μπορούσες να δεις ξεκάθαρα την ηρεμία στα αγέραστα πρόσωπά τους, όντας αδύνατον να πεις αν κάποια από αυτές ήταν είκοσι ή εξήντα χρόνων, ακόμα κι αν είχε άσπρα μαλλιά, κι η Μπελντάινε πράγματι δεν φαινόταν πάνω από είκοσι, κάτι που το παρατηρούσες και μόνο από τη φούστα της. «Μήπως θα έπρεπε να αερίσω το στρώμα μου και να πλύνω τα σεντόνια; Αδιαφορεί εντελώς για το πρωτόκολλο! Δεν θα το επιτρέψω! Φτάνει πια!» Η συνηθισμένη γκρίνια που είχε ακουστεί μια ντουζίνα φορές από χθες το βράδυ, όταν η Κάντσουεϊν τούς έθεσε τους όρους της, αν επιθυμούσαν να τη συνοδεύσουν. Κι ήταν αρκετά αυστηροί αυτοί οι όροι, αλλά η Χαρίνε δεν είχε άλλη επιλογή από το να συναινέσει, κάτι που επέτεινε την πικρία της.
Η Σάλον μισοάκουγε, νεύοντας και μουρμουρίζοντας όπως άρμοζε. Συμφωνούσε, φυσικά, αυτό περίμενε η αδελφή της. Η περισσότερη από την προσοχή της ήταν στραμμένη στην Άες Σεντάι. Κρυφάκουγε. Ο Μοάντ δεν υποκρινόταν ότι άκουγε, αλλά, εξάλλου, ήταν ο Κύριος των Σπαθιών της Χαρίνε. Η Χαρίνε μπορεί να ήταν σφιγμένη σαν βρεγμένος κόμπος απέναντι σε οποιοδήποτε, ωστόσο έδειχνε τέτοια ανοχή στον Μόαντ, που θα πίστευε κανείς πως ο γκριζομάλλης με το σκληρό βλέμμα ήταν εραστής της, ειδικά επειδή κι οι δύο είχαν χηρέψει. Έτσι, τουλάχιστον, θα πίστευε κάποιος που δεν ήξερε καλά τη Χαρίνε, η οποία δεν θα επέλεγε ποτέ κάποιον κατώτερο για εραστή της, κάτι που σήμαινε ότι, στην παρούσα περίπτωση, δεν θα επέλεγε κανέναν. Όπως κι αν έχει, μόλις σταμάτησαν τα άλογά τους κοντά στα δέντρα, ο Μόαντ ακούμπησε τον αγκώνα του στο ψηλό μπροστάρι της σέλας του, άπλωσε το χέρι του στη μακρόστενη, σκαλιστή φιλντισένια λαβή του ξίφους του, που ήταν περασμένο πίσω από τον πράσινο τελαμώνα του, και περιεργάστηκε απροκάλυπτα τις Άες Σεντάι και τους άντρες που τις συνόδευαν. Πού είχε μάθει να ιππεύει; Φαινόταν να νιώθει... άνετα. Οποιοσδήποτε μπορούσε να διακρίνει με την πρώτη ματιά τον βαθμό του, από τα οκτώ βαριά σκουλαρίκια και τα σιρίτια στον τελαμώνα του, ακόμα κι αν δεν είχε ζωσμένο το ξίφος και το αντίστοιχο εγχειρίδιο. Δεν μπορούσαν, άραγε, κι οι Άες Σεντάι να κάνουν το ίδιο; Άραγε, τόσο ανοργάνωτες ήταν; Ίσως ο Λευκός Πύργος να ήταν κάτι σαν μηχανική επινόηση που έστηνε θρόνους και τους διαμόρφωνε κατά το δοκούν. Ωστόσο, ο μηχανισμός αυτός έμοιαζε πια ξεχαρβαλωμένος.
«Ρώτησα πού μας έφερε, Σάλον».
Η φωνή της Χαρίνε, όμοια με παγερό ξυράφι, έκανε τη Σάλον να χλωμιάσει. Ανέκαθεν ήταν δύσκολο να υπηρετεί υπό τις διαταγές μιας αμφιθαλούς νεότερης αδελφής, κι η Χαρίνε δυσκόλευε ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Κατ’ ιδίαν δεν ήταν διόλου ψυχρή, αλλά δημοσίως ήταν ικανή να κρεμάσει ανάποδα μια Κυρά των Πανιών, άσε πια τι μπορούσε να κάνει σε μια Ανεμοσκόπο. Κι από τότε που αυτή η νεαρή στεριανή, η Μιν, της είχε πει πως κάποια μέρα θα γινόταν Κυρά των Πλοίων είχε γίνει ακόμα αυστηρότερη. Αγριοκοιτάζοντας τη Σάλον, ανασήκωσε το χρυσό αρωματικό κουτάκι, λες κι ήθελε να καλύψει μια δυσάρεστη μυρωδιά, παρ’ όλο που το κρύο εμπόδιζε το άρωμα να αναδοθεί.