Выбрать главу

Η Σάλον έριξε μια βιαστική ματιά στον ουρανό, πασχίζοντας να προσδιορίσει τη θέση του ήλιου. Ευχήθηκε να μην ήταν κλειδωμένος ο εξάντας της στον Λευκό Αφρό —δεν επιτρεπόταν στους στεριανούς να δουν εξάντα, πόσω μάλλον κατά τη διάρκεια λειτουργίας του— αλλά δεν ήταν σίγουρη πως θα της χρησίμευε και πολύ. Μπορεί αυτά εδώ τα δέντρα να ήταν κοντά, αλλά εξακολουθούσε να μη διακρίνει τον ορίζοντα. Προς Βορρά, οι λόφοι μετατρέπονταν σε βουνά, τα οποία λόξευαν από βορειοανατολικά προς νοτιοδυτικά. Αδυνατούσε να υπολογίσει σε τι υψόμετρο βρίσκονταν. Το ηπειρωτικό ανάγλυφο είχε πολλές διακυμάνσεις, κι αυτό την εμπόδιζε. Βέβαια, οποιαδήποτε Ανεμοσκόπος ήξερε να υπολογίζει κατά προσέγγιση. Κι όταν η Χαρίνε απαιτούσε πληροφορίες, εννοείται ότι θα τις λάμβανε.

«Μόνο να υποθέσω μπορώ, Κυρά των Κυμάτων», είπε. Το σαγόνι της Χαρίνε σφίχτηκε, αλλά καμία Ανεμοσκόπος δεν θα μπορούσε να παρουσιάσει μια απλή υπόθεση ως πάγια άποψη. «Πιστεύω ότι βρισκόμαστε τριακόσιες-τετρακόσιες λεύγες νότια της Καιρχίν. Αδυνατώ να πω κάτι περισσότερο». Αυτό θα μπορούσε να το έχει πει οποιαδήποτε πρωτάρα μαθητευομένη χρησιμοποιώντας ένα αλφάδι τέτοιας ανακρίβειας, ώστε ακόμα κι ένας μούτσος θα μπορούσε να υπολογίσει καλύτερα, αλλά τα λόγια πάγωσαν τη γλώσσα της Σάλον μόλις τα άκουσε να βγαίνουν από το στόμα της. Εκατό λεύγες σε μια μέρα δεν ήταν διόλου άσχημα για καταδρομικό. Ο Μόαντ σούφρωσε σκεπτικός τα χείλη του.

Η Χαρίνε ένευσε αργά, κοιτώντας τη Σάλον με τόσο διαπεραστικό βλέμμα, λες κι έβλεπε καταδρομικά να αρμενίζουν μέσα από κάποιες τρύπες που είχαν υφανθεί στον αέρα με τη χρήση της Δύναμης. Ναι, σε αυτή την περίπτωση, σίγουρα θα κυρίευαν τις θάλασσες. Κούνησε το κεφάλι της κι έγειρε προς το μέρος της Σάλον, με το βλέμμα της να την αιχμαλωτίζει σαν να ήταν αγκίστρι. «Πρέπει να το μάθεις αυτό, άσχετα με το τίμημα. Πες της πως, αν σου το μάθει, θα με κατασκοπεύεις. Αν την πείσεις, μπορεί και να το κάνει, Φωτός θέλοντος. Σε τελική ανάλυση, ίσως μπορέσεις να προσεγγίσεις κάποια από τις άλλες».

Η Σάλον έγλειψε τα χείλη της. Ήλπιζε πως η Χαρίνε δεν είχε προσέξει το αθέλητο σπασμωδικό τίναγμά της. «Παλαιότερα, είχα αρνηθεί, Κυρά των Κυμάτων». Χρειαζόταν να δώσει μια εξήγηση για ποιο λόγο η Άες Σεντάι την είχε κρατήσει επί μία εβδομάδα, και το καλύτερο θα ήταν να παρουσιάσει μια εκδοχή της αλήθειας. Η Χαρίνε γνώριζε τα πάντα, εκτός από το μυστικό που είχε εκμαιεύσει η Βέριν, κι εκτός από το ότι η Σάλον είχε συναινέσει στις απαιτήσεις της Κάντσουεϊν, με αποκλειστικό σκοπό να κρύψει αυτό το μυστικό. Μα τη Χάρη του Φωτός, θλιβόταν για την Άιλιλ, αλλά ήταν τόσο μόνη, που σάλπαρε πολύ μακριά πριν καλά-καλά το καταλάβει. Η Χαρίνε δεν προσφερόταν για απογευματινές συζητήσεις συνοδεία μελωμένου κρασιού, για να απαλύνει τον πολύμηνο χωρισμό της από τον άντρα της, τον Μίσαελ. Θα περνούσαν άλλοι τόσοι, και περισσότεροι, μήνες πριν ξαναβρεθεί στην αγκαλιά του, στην καλύτερη περίπτωση. «Με όλο τον σεβασμό, για ποιο λόγο να με πιστέψει τώρα;»

«Επειδή θες να διδαχτείς». Η Χαρίνε έκανε μια κοφτή κίνηση με το χέρι της. «Οι στεριανοί ανέκαθεν πίστευαν στην πλεονεξία. Φυσικά, θα χρειαστεί να πεις κάποια πράγματα για να την πείσεις. Θα παίρνω τις αποφάσεις μου μέρα τη μέρα. Ίσως να καταφέρω να τη στρέψω εκεί που επιθυμώ».

Σκληρά δάχτυλα έμοιαζαν να σκάβουν μέσα στο κρανίο της Σάλον. Σκόπευε να αναφέρει στην Κάντσουεϊν όσο το δυνατόν λιγότερα και περιστασιακά, μέχρι να βρει έναν τρόπο να απαλλαχτεί από αυτήν. Ωστόσο, ακόμα κι αν μιλούσε κάθε μέρα με την Άες Σεντάι κι, ακόμα χειρότερα, αν ψευδόταν ασύστολα, η γυναίκα δεν θα δίσταζε να ανασκαλέψει περισσότερα απ’ όσα θα ήθελε η Σάλον, πιθανότατα κι η Χαρίνε. Πολύ περισσότερα. Ήταν τόσο σίγουρο όσο ότι ο ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί. «Συγχώρα με, Κυρά των Κυμάτων», είπε με τον δέοντα σεβασμό, «αλλά, αν μου επιτρέπεται να μιλήσω...»

Η φράση της κόπηκε στη μέση καθώς φάνηκε η Σαρίνε Νέμνταλ και σταμάτησε μπροστά τους. Αφού πέρασαν η τελευταία Άες Σεντάι κι ο τελευταίος Πρόμαχος, η Κάντσουεϊν εξαφάνισε την πύλη. Η Κόρελε, μια λεπτοκαμωμένη αλλά χαριτωμένη γυναίκα, γελούσε τινάζοντας τη χαίτη των μαύρων μαλλιών της καθώς μιλούσε στην Κουμίρα. Η Μερίς, μια ψηλή γυναίκα με μάτια ακόμα πιο γαλάζια από της Κουμίρα και πρόσωπο όμορφο αλλά αυστηρό, τόσο που να κόβει τη φόρα ακόμα και στη Χαρίνε, καθοδηγούσε με κοφτές κινήσεις τους τέσσερις άντρες που ήταν υπεύθυνοι για τα υποζύγια. Οι υπόλοιποι συγκεντρώνονταν σιγά-σιγά και φαίνονταν έτοιμοι να εγκαταλείψουν το ξέφωτο.