Выбрать главу

Η Σαρίνε ήταν πανέμορφη, μολονότι η απουσία κοσμημάτων και το απλό, λευκό φόρεμά της ταπείνωναν κάπως το παρουσιαστικό της. Η στεριανή δεν έμοιαζε να ενθουσιάζεται ιδιαίτερα με τα χρώματα. Ακόμα κι ο μαύρος μανδύας της ήταν επενδυμένος με λευκή γούνα. «Η Κάντσουεϊν ζήτησε... διέταξε, μάλλον... να γίνω η συνοδός σου, Κυρά των Κυμάτων», είπε, γέρνοντας σεβάσμια το κεφάλι της. «Θα απαντήσω σε όσες από τις ερωτήσεις σου μπορώ, και θα σε βοηθήσω κατά το δυνατόν με τα έθιμα. Καταλαβαίνω ότι ίσως νιώθεις λίγο άβολα μαζί μου, αλλά αφού το διέταξε η Κάντσουεϊν, πρέπει να υπακούσουμε».

Η Σάλον χαμογέλασε. Αμφέβαλλε κατά πόσον η Άες Σεντάι γνώριζε ότι, στα καράβια, μια συνοδός αντιστοιχούσε σε αυτό που, στη στεριά, θα αποκαλούνταν υπηρέτρια. Η Χαρίνε θα γελούσε, απαιτώντας να μάθει αν η Άες Σεντάι μπορούσε να κάνει καλή μπουγάδα. Καλό θα ήταν να την κρατά ευδιάθετη.

Αντί όμως να γελάσει, η Χαρίνε παρέμεινε άκαμπτη πάνω στη σέλα, λες κι η σπονδυλική της στήλη είχε μεταβληθεί σε κατάρτι, και τα μάτια της κόντεψαν να βγουν από τις κόγχες τους. «Δεν νιώθω διόλου άβολα!» είπε κοφτά. «Απλώς, προτιμώ να... να ρωτήσω κάποιον άλλον... την ίδια την Κάντσουεϊν. Ναι, την ίδια την Κάντσουεϊν. Και να είσαι σίγουρη πως δεν χρειάζεται να υπακούω, ούτε αυτήν ούτε κανέναν άλλον! Κανέναν, εκτός από την Κυρά των Πλοίων!» Η Σάλον συνοφρυώθηκε. Η αδελφή της δεν συνήθιζε να ακούγεται ελαφρόμυαλη. Η Χαρίνε πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε σε πιο αυστηρό, αν κι εξίσου αλλόκοτο, τόνο. «Ομιλώ εκ μέρους της Κυράς των Πλοίων των Άθα’αν Μιέρε κι απαιτώ τον δέοντα σεβασμό! Τον απαιτώ, ακούς;»

«Μπορώ να της ζητήσω να ονοματίσει κάποια άλλη», είπε γεμάτη αμφιβολίες η Σαρίνε, σαν να ήταν σίγουρη πως, ακόμα κι αν το έκανε, δεν θα άλλαζε τίποτα. «Πρέπει να καταλάβεις πως, εκείνη τη μέρα, μου έδωσε συγκεκριμένες εντολές. Πάντως, δεν έπρεπε να χάσω την ψυχραιμία μου. Λάθος μου. Η οξυθυμία καταστρέφει τη λογική».

«Καταλαβαίνω ότι πρέπει να υπακούσεις σε κάποιες διαταγές», γρύλισε η Χαρίνε, σκύβοντας πάνω στη σέλα της. Έμοιαζε έτοιμη να χιμήξει στον λαιμό της Σαρίνε. «Και το επιδοκιμάζω!» γρύλισε και πάλι. «Όμως, οι διαταγές που έχουν εκτελεστεί μπορούν κάλλιστα να ξεχαστούν. Δεν είναι ανάγκη να αναφέρονται καν. Κατάλαβες;» Η Σάλον τη λοξοκοίταξε. Μα, για τι πράγμα μιλούσε; Ποιες ήταν οι διαταγές που είχε εκτελέσει η Σαρίνε, και για ποιο λόγο ήθελε η Χαρίνε να ξεχαστούν; Ο Μόαντ δεν μπήκε στον κόπο να προσποιηθεί πως είχε παραξενευτεί, κι ανασήκωσε τα φρύδια του. Η Χαρίνε αντιλήφθηκε πως της έκανε εξονυχιστικό έλεγχο, και το πρόσωπό της συννέφιασε.

Η Σαρίνε φάνηκε να μην το προσέχει. «Δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί κάποιος να ξεχάσει επί τούτου», είπε αργά, κι ένα αμυδρό συνοφρύωμα χάραξε μια ρυτίδα στο μέτωπό της, «αλλά υποθέτω πως εννοείς ότι πρέπει να προσποιηθούμε πως τις ξεχάσαμε, έτσι δεν είναι;» Οι χάντρινες πλεξούδες που κρέμονταν από την κουκούλα της άφησαν έναν κροταλιστό ήχο καθώς κούνησε το κεφάλι της ακούγοντας αυτή την ανοησία. «Πολύ καλά. Θα απαντήσω στις ερωτήσεις σου όσο καλύτερα μπορώ. Τι επιθυμείς να μάθεις;» Η Χαρίνε αναστέναξε με θόρυβο. Η Σάλον μπορεί να το εξέλαβε ως ανυπομονησία, αλλά η ίδια νόμισε πως ήταν ανακούφιση. Ανακούφιση!

Ανακουφισμένη ή όχι, η Χαρίνε έγινε ξανά ο κανονικός της εαυτός, συγκροτημένη κι αυταρχική, κοιτώντας κατάματα την Άες Σεντάι, σαν να ήθελε να την αναγκάσει να χαμηλώσει το βλέμμα. «Μπορείς να μου αναφέρεις πού βρισκόμαστε και πού πηγαίνουμε», είπε απαιτητικά.

«Βρισκόμαστε στους Λόφους της Κιντάρα», ακούστηκε η φωνή της Κάντσουεϊν, η οποία εμφανίστηκε απρόσμενα μπροστά τους, με το άτι της να σηκώνεται στα δυο του πόδια, τινάζοντας τις οπλές του και πετώντας τριγύρω χιόνι, «και κατευθυνόμαστε στο Φαρ Μάντινγκ». Η γυναίκα όχι μόνο παρέμεινε πάνω στη σέλα, αλλά ούτε καν επηρεάστηκε από την κίνηση του ζώου!

«Είναι κι ο Κοραμούρ σ’ αυτό το Φαρ Μάντινγκ;»

«Μου έχουν πει ότι η υπομονή είναι αρετή, Κυρά των Κυμάτων». Παρότι η Κάντσουεϊν προσφώνησε τη Χαρίνε με τον τιμητικό τίτλο της, δεν υπήρχε ίχνος σεβασμού στη συμπεριφορά της. Τουναντίον, μάλιστα. «Θα ιππεύσεις μαζί μου. Κρατήσου και προσπάθησε να μην πέσεις. Δεν θα είναι και πολύ ευχάριστο να σε κουβαλάω σαν σακί με σιτάρι. Μόλις φτάσουμε στην πόλη, δεν θα πεις κουβέντα, μέχρι να σου επιτρέψω να μιλήσεις. Δεν διακινδυνεύω να δημιουργήσεις πρόβλημα εξαιτίας της άγνοιάς σου. Θα σε οδηγήσει η Σαρίνε. Έχει λάβει τις ανάλογες εντολές».

Η Σάλον περίμενε ένα ξέσπασμα οργής, αλλά η Χαρίνε συγκρατήθηκε, αν κι η προσπάθεια που κατέβαλλε ήταν εμφανής. Μόλις απομακρύνθηκε η Κάντσουεϊν, η Χαρίνε μουρμούρισε κάτι θυμωμένα μέσα από τα δόντια της, αλλά έκλεισε ερμητικά το στόμα της μόλις είδε το άλογο της Σαρίνε να κινείται προς το μέρος της. Ήταν ολοφάνερο πως δεν ήθελε να ακουστούν οι μουρμούρες της από Άες Σεντάι.