Выбрать главу

Ο άνεμος άρχισε να δυναμώνει· οι ριπές του ανάγκαζαν τον μανδύα να κολλάει πάνω στην πλάτη της και να πλαταγίζει στα πλευρά της. Όμως, ούτε που του έδινε σημασία.

Οι Πρόμαχοι ήταν ένα άλλο ζήτημα. Όλοι ήταν μαζεμένοι στα μετόπισθεν, κρυμμένοι πίσω από τις Άες Σεντάι που ίππευαν πίσω από τη Νεσούνε και τις άλλες τρεις. Η αλήθεια ήταν πως η Σάλον περίμενε πως, μεταξύ των δώδεκα Άες Σεντάι, θα υπήρχαν πάνω από εφτά Πρόμαχοι. Υποτίθεται πως η κάθε Άες Σεντάι είχε κι από έναν, ίσως και παραπάνω. Κούνησε το κεφάλι της θυμωμένα. Εκτός από το Κόκκινο Άτζα, φυσικά. Δεν ήταν κι εντελώς άσχετη σχετικά με τις Άες Σεντάι.

Εν πάση περιπτώσει, το ερώτημα δεν ήταν ο αριθμός των Προμάχων, αλλά κατά πόσον ήταν όλοι Πρόμαχοι. Ήταν σίγουρη πως είχε δει τον ψαρομάλλη γερο-Ντάμερ και τον ομορφούλη Τζαχάρ με τα μαύρα πανωφόρια, πριν ανακατευτούν ανάμεσα στις Άες Σεντάι. Τότε, δεν είχε και πολλή όρεξη να βλέπει τους μαυροφορεμένους, κι η αλήθεια ήταν πως, καλά-καλά, δεν κοιτούσε καν τη λεπτεπίλεπτη Άιλιλ, ωστόσο ήταν όντως σίγουρη. Επιπλέον, ασχέτως του Έμπεν, ήταν σχεδόν σίγουρη πως οι άλλοι δύο ήταν επίσης Πρόμαχοι. Σχεδόν. Ο Τζαχάρ αναπηδούσε σαν τον Νίθαν και τον Μπασέιν αμέσως μόλις η Μερίς έδειχνε κάπου, κι από τον τρόπο που η Κόρελε χαμογελούσε προς το μέρος του Ντάμερ συμπέρανε πως ο άντρας ήταν ή Πρόμαχός της ή της... ζέσταινε το κρεβάτι, μολονότι η Σάλον αδυνατούσε να φανταστεί μια γυναίκα σαν την Κόρελε να προτιμά για εραστή έναν καραφλό και κουτσό. Μπορεί να μη γνώριζε και πολλά για τις Άες Σεντάι, αλλά ήταν σίγουρη πως οι δεσμευμένοι άντρες με την ικανότητα της διαβίβασης δεν ήταν αποδεκτή πρακτική. Ωστόσο, αν έβρισκε αποδείξεις, ίσως να της χρησίμευαν για να αποκοπεί οριστικά κι αμετάκλητα από την Κάντσουεϊν.

«Οι άντρες δεν μπορούν πια να διαβιβάσουν», μουρμούρισε η Σαρίνε.

Η Σάλον ίσιωσε το κορμί της πάνω στη σέλα με τέτοια ταχύτητα, που χρειάστηκε να αδράξει τη χαίτη του αλόγου της και με τα δυο χέρια για να μην πέσει κάτω. Ο αέρας έριξε τον μανδύα πάνω από το κεφάλι της, κι αναγκάστηκε να τον τραβήξει πίσω πριν κατορθώσει να ανασηκωθεί. Έβγαιναν από το ξέφωτο, πάνω από έναν φαρδύ δρόμο που έστριβε νότια, εκτός λόφων, σε μια λίμνη κάπου ένα χιλιόμετρο πιο μακριά, στην άκρη μιας επίπεδης έκτασης καλυμμένης με καφετί γρασίδι, μια καφετιά θάλασσα που απλωνόταν έως τον ορίζοντα. Η λίμνη, πλαισιωμένη δυτικά από μια στενή σειρά καλαμιών, δεν ήταν παρά ένας μικρός όγκος νερού που δεν δικαιολογούσε το όνομά της, όχι μεγαλύτερη από δέκα μίλια μήκος κι ακόμα λιγότερα πλάτος. Ένα νησί μετρίου μεγέθους ξεπηδούσε καταμεσής της. Απ’ όσο μπορούσε να δει η Σάλον, περικυκλωνόταν από ψηλά, πυργωτά τείχη, που κάλυπταν μια πόλη. Όλα αυτά τα παρατήρησε με μια ματιά, κι έπειτα το βλέμμα της στάθηκε στη Σαρίνε, λες κι η γυναίκα διάβασε τη σκέψη της. «Γιατί δεν μπορούν να διαβιβάσουν;» ρώτησε. «Μήπως... Μήπως... τους ειρήνευσες;» Πίστευε ότι αυτή ήταν η σωστή λέξη, αλλά υποτίθεται πως κάτι τέτοιο θα σκότωνε έναν άντρα. Ανέκαθεν είχε την εντύπωση πως, για κάποιο λόγο, χρησιμοποιούσαν αυτόν τον αλλόκοτο τρόπο για να απαλύνουν μια εκτέλεση.

Η Σαρίνε βλεφάρισε, κι η Σάλον αντιλήφθηκε πως η Άες Σεντάι μονολογούσε. Για μια στιγμή, κοίταξε εξεταστικά τη Σάλον καθώς κατηφόριζαν την πλαγιά μαζί με την Κάντσουεϊν, και κατόπιν γύρισε το βλέμμα της στην πόλη του νησιού. «Είσαι παρατηρητική, Σάλον. Θα ήταν καλύτερα να κρατήσεις για τον εαυτό σου όσα πρόσεξες στους άντρες».

«Όπως, ας πούμε, το ότι είναι Πρόμαχοι;» είπε ήρεμα η Σάλον. «Γι’ αυτό τους δέσμευσες; Επειδή τους ειρήνευσες;» Ήλπιζε να εκμαιεύσει κάποια ομολογία, αλλά η Άες Σεντάι απλώς της έριξε μια ματιά. Δεν ξαναμίλησαν μέχρι που έφτασαν στους πρόποδες του λόφου και βγήκαν ξανά στον δρόμο, πίσω από την Κάντσουεϊν. Ο δρόμος ήταν φαρδύς και το χώμα πατημένο από την πολλή κυκλοφορία, όμως κατά τ’ άλλα ήταν όλος δικός τους.