«Δεν πρόκειται ακριβώς για μυστικό», είπε τελικά η Σαρίνε, όχι πολύ πρόθυμα για κάτι που δεν ήταν πράγματι μυστικό, «αλλά δεν το ξέρουν κι όλοι. Δεν μιλάμε συχνά για το Φαρ Μάντινγκ, εκτός από κάποιες αδελφές που γεννήθηκαν εκεί, αλλά ακόμα κι αυτές σπάνια το επισκέπτονται. Ωστόσο, θα πρέπει να ξέρεις κάποια πράγματα πριν μπεις. Η πόλη έχει στην κατοχή της ένα τερ’ανγκριάλ. Ίσως και τρία, ποιος ξέρει; Πάντως, είτε ένα είτε τρία, δεν μπορείς ούτε να τα μελετήσεις, ούτε, φυσικά, να τα πάρεις. Φτιάχτηκαν μάλλον την εποχή του Τσακίσματος, όταν ο φόβος για παρανοϊκούς άντρες που μπορούσαν να διαβιβάσουν μέσω της Δύναμης ήταν καθημερινότητα. Μεγάλο τίμημα για να το διατηρούν ασφαλές». Οι χάντρινες πλεξούδες που κρέμονταν στο στήθος της κροτάλισαν καθώς η γυναίκα κούνησε δύσπιστα το κεφάλι της. «Αυτά τα τερ’ανγκριάλ είναι πιοτά αντίγραφα ενός στέντιγκ. Κατά το μεγαλύτερο μέρος, φοβάμαι, αν κι υποθέτω πως ένας Ογκιρανός θα είχε διαφορετική γνώμη». Άφησε να της ξεφύγει ένας θλιβερός αναστεναγμός.
Η Σάλον την κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό, ανταλλάσσοντας σαστισμένες ματιές με τη Χαρίνε και τον Μόαντ. Γιατί, άραγε, μια Άες Σεντάι φοβόταν τους μύθους; Η Χαρίνε κάτι πήγε να πει, αλλά έκανε νόημα στη Σάλον να ρωτήσει το προφανές. Μήπως σκόπευε να πιάσει φιλίες με τη Σαρίνε για να απαλύνει κάπως την πορεία της; Το κεφάλι της Σάλον πονούσε, αλλά δεν έπαυε να είναι περίεργη.
«Και πώς είναι αυτοί;» ρώτησε προσεκτικά. Πίστευε πράγματι αυτή η γυναίκα σε ανθρώπους με ύψος πέντε απλωσιές, οι οποίοι τραγουδούσαν στα δέντρα; Είχαν και κάτι τσεκούρια, επίσης. Να το Άελφιν που θα σου κλέψει το ψωμί· να κι ο Ογκιρανός που θα σου πάρει το κεφάλι. Μα το Φως, αυτά είχε να τα ακούσει από τότε που η Χαρίνε ήταν στα σπάργανα. Με τη μητέρα τους να προάγεται στα ναυτικά αξιώματα, της είχαν αναθέσει να αναθρέψει τη Χαρίνε παράλληλα με το πρώτο της παιδί.
Τα μάτια της Σαρίνε γούρλωσαν από έκπληξη. «Στ’ αλήθεια δεν ξέρεις;» Το βλέμμα της στράφηκε ξανά στην πόλη του νησιού. Από την έκφρασή της, θα έλεγες πως ήταν έτοιμη να αγγίξει ύφαλα. «Είναι αδύνατον να διαβιβάσεις μέσα στο στέντιγκ. Δεν μπορείς καν να νιώσεις την Αληθινή Πηγή. Καμία εξωτερική ύφανση δεν μπορεί να επηρεάσει όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό, όχι ότι έχει σημασία. Για να πω την αλήθεια, υπάρχουν δύο στέντιγκ, το ένα μέσα στο άλλο. Το μεγαλύτερο επηρεάζει τους ανθρώπους, αλλά εμείς θα μπούμε στο μικρότερο πριν φτάσουμε στη γέφυρα».
«Δεν μπορείς να διαβιβάσεις εκεί μέσα;» ρώτησε η Χαρίνε. Όταν η Άες Σεντάι ένευσε χωρίς να αποτραβήξει το βλέμμα της από την πόλη, ένα λεπτό, παγερό χαμόγελο άγγιξε τα χείλη της Χαρίνε. «Αφού βρούμε καταλύματα, ίσως εγώ κι εσύ μπορέσουμε να συζητήσουμε περί μόρφωσης».
«Διαβάζεις φιλοσοφία;» Η Σαρίνε έμοιαζε εμβρόντητη. «Η Θεωρία της Μόρφωσης δεν είναι ιδιαίτερα αποδεκτή στις μέρες μας, αλλά ανέκαθεν πίστευα πως μπορείς να διδαχτείς πολλά πράγματα από αυτήν. Θα μου άρεσε πολύ να συζητήσουμε, έτσι για να απασχολήσω το μυαλό μου με κάτι άλλο. Αν, βέβαια, μας επιτρέψει η Κάντσουεϊν να βρούμε χρόνο».
Η Χαρίνε έμεινε με το στόμα ανοικτό. Έτσι όπως κοιτούσε σαν χαζή την Άες Σεντάι, ξέχασε να κρατηθεί από τη σέλα και ευτυχώς που τη συγκράτησε ο Μόαντ, πιάνοντάς την από το μπράτσο, για να μην πέσει κάτω.
Η Σάλον δεν είχε ακούσει ποτέ της τη Χαρίνε να αναφέρει το θέμα της φιλοσοφίας, αλλά δεν νοιαζόταν και πολύ για όσα έλεγε η αδελφή της. Κοίταξε προς την κατεύθυνση του Φαρ Μάντινγκ και ξεροκατάπιε. Φυσικά, είχε μάθει πώς να προστατεύει κάποιον από τη χρήση της Δύναμης, μέρος μάλιστα της εκπαίδευσης της ήταν να προστατεύει και τον εαυτό της, αλλά ακόμα κι έτσι μπορούσες να αισθανθείς την Πηγή. Πως θα ήταν, άραγε, να μην μπορούσε να τη διαισθανθεί, σαν να βλέπεις τον ήλιο να χάνεται με την άκρη του ματιού σου; Πώς θα ένιωθε με την απώλεια του ήλιου;
Καθώς προχωρούσαν όλο και κοντύτερα στη λίμνη, αισθανόταν όλο και πιο έντονα την Πηγή, βίωνε ξανά εκείνη την πρώτη της χαρά όταν την άγγιξε για πρώτη φορά. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει για να μην πιει από αυτήν, αλλά η Άες Σεντάι είχε δει το φως και τώρα γνώριζε. Το πιθανότερο, μάλιστα, ήταν ότι γνώριζε και τον λόγο. Από αυτή την άποψη, δεν ντρεπόταν ούτε για τον εαυτό της ούτε για τη Χαρίνε. Μικρά πλοιάρια φτιαγμένα από μακρόστενα δοκάρια ήταν σκόρπια πάνω στο νερό. Κανένα τους δεν ξεπερνούσε τις έξι ή εφτά πιθαμές σε μήκος. Κάποια τραβούσαν τα δίχτυα τους ενώ σε άλλα τα κουπιά διέγραφαν καμπυλωτές τροχιές. Κρίνοντας από τα φουσκωτά κύματα που δημιουργούσε ο άνεμος πάνω στην επιφάνεια του νερού, που μερικές φορές έσπαγαν το ένα πάνω στο άλλο σχηματίζοντας πίδακες αφρού, η πλεύση δεν θα πρέπει να ήταν και τόσο εύκολη. Ωστόσο, οι βάρκες φάνταζαν οικείες, αν και δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τα κομψά σκαριά που κουβαλούσαν τα πλοία σε ομάδες των τεσσάρων, των οκτώ ή των δώδεκα. Μια μικρή ανακούφιση μέσα σε όλη αυτή την παραδοξότητα.