Ο δρόμος έβγαινε σε μια αμμώδη γλώσσα γης που προεκτεινόταν για πάνω από μισό μίλι μέσα στη λίμνη, και ξαφνικά η Πηγή χάθηκε. Η Σαρίνε αναστέναξε, αλλά δεν έδειξε πως κατάλαβε κάτι. Η Σάλον έγλειψε τα χείλη της. Δεν ήταν και τόσο άσχημα όσο φοβόταν. Ένιωθε κάπως... άδεια... αλλά το άντεχε, αρκεί να ήταν βραχυπρόθεσμο. Ο άνεμος που λυσσομανούσε και πάσχιζε να αρπάξει τους μανδύες έγινε ξαφνικά ψυχρότερος.
Στην άκρη της αμμώδους γλώσσας υπήρχε ένα χωριό από γκρίζα, πέτρινα σπίτια με σκούρες, σχιστολιθικές οροφές, ανάμεσα στον δρόμο και στην έκταση του νερού από τη μια πλευρά. Οι γυναίκες του χωριού που πήγαιναν πάνω κάτω κουβαλώντας τεράστια καλάθια σταμάτησαν μόλις παρατήρησαν την έφιππη ομάδα. Πάνω από μία ψηλάφισε τη μύτη της καθώς κοιτούσε. Η Σάλον είχε σχεδόν συνηθίσει αυτά τα βλέμματα στην Καιρχίν. Πάντως, η οχύρωση απέναντι από το χωριό της τράβηξε την προσοχή. Ήταν ένας λοφίσκος από πέτρες βαλμένες κολλητά η μία με την άλλη, κάπου πέντε απλωσιές ύψος, με στρατιώτες που παρακολουθούσαν μέσα από τις ραβδωτές προσωπίδες της περικεφαλαίας τους, καθισμένοι στην κορυφή των πυργίσκων που ξεπηδούσαν από τις γωνίες. Πρόσεξε πως κάποιοι από δαύτους είχαν οπλισμένες βαλλίστρες. Από μια μεγάλη πόρτα με σιδερένια θωράκιση, στο κοντινότερο σημείο της γέφυρας, φάνηκαν κι άλλοι κρανοφόροι στρατιώτες που ξεχύθηκαν στον δρόμο, άντρες με τετράγωνη, φολιδωτή θωράκιση και χρυσαφιά ξίφη περασμένα στον αριστερό ώμο. Μερικοί έφεραν σπαθιά περασμένα στη ζώνη τους, ενώ άλλοι κουβαλούσαν μακρόστενες λόγχες ή βαλλίστρες. Η Σάλον αναρωτήθηκε αν περίμεναν πως οι Άες Σεντάι θα έδιναν μάχη. Ένας αξιωματικός με κίτρινο φτερό στο κράνος έκανε νόημα στην Κάντσουεϊν να σταματήσει. Την πλησίασε κι έβγαλε την περικεφαλαία του, ελευθερώνοντας τα ψαρά του μαλλιά, που χύθηκαν στην πλάτη του κι απλώθηκαν μέχρι τη μέση του. Το πρόσωπό του ήταν σκληρό και κατσούφικο.
Η Κάντσουεϊν έγειρε χαμηλά στη σέλα της για να ανταλλάξει λίγα σιγανά λόγια με τον άντρα, κι έπειτα έβγαλε ένα χοντρό πουγκί κάτω από το δισάκι της. Ο άντρας το πήρε, έκανε πίσω κι ένευσε σε έναν από τους στρατιώτες να έρθει μπροστά, έναν ψηλό, κοκαλιάρη άντρα δίχως κράνος. Κουβαλούσε ένα πινάκιο, και τα μαλλιά του, πιασμένα πίσω από το κεφάλι του όπως του αξιωματικού, κρέμονταν επίσης μέχρι τη μέση του. Έσκυψε με σέβας το κεφάλι του πριν ρωτήσει να μάθει το όνομα της Αλάνα, το οποίο κατέγραψε πολύ προσεκτικά, τοποθετώντας τη γλώσσα ανάμεσα στα δόντια του και βουτώντας συχνά τη γραφίδα στο μελάνι. Με την περικεφαλαία κρεμασμένη στους γοφούς του, ο δυσαρεστημένος αξιωματικός στεκόταν ακίνητος, κοιτώντας εξεταστικά και με ανέκφραστο πρόσωπο όσους βρίσκονταν πίσω από την Κάντσουεϊν. Το πουγκί κρεμόταν από το χέρι του, λες και το είχε ξεχάσει. Δεν έμοιαζε να λαμβάνει υπ’ όψιν του ότι μιλούσε με μία Άες Σεντάι. Ίσως να μην τον ένοιαζε. Εδώ, μια Άες Σεντάι δεν διέφερε από οποιαδήποτε άλλη γυναίκα. Η Σάλον αναρρίγησε στη σκέψη πως δεν είχε καμιά διαφορά από οποιαδήποτε άλλη γυναίκα, και μάλιστα από τη στιγμή που της είχαν αφαιρεθεί τα χαρίσματα καθ’ όλη τη διάρκεια της διαμονής της.
«Καταγράφουν τα ονόματα των ξένων», είπε η Σαρίνε. «Οι Σύμβουλοι αρέσκονται να ξέρουν ποιος είναι στην πόλη».
«Ίσως να δέχονταν μια Κυρά των Κυμάτων χωρίς λαδώματα», είπε ξερά η Χαρίνε. Ο κοκαλιάρης στρατιώτης απομακρύνθηκε από την Αλάνα, δείχνοντας τη χαρακτηριστική, στεριανή έκπληξη με το που αντίκρισε τα κοσμήματα της Σάλον και της Χαρίνε, πριν κινήσει προς το μέρος τους.
«Θα ευαρεστηθείτε να μου δώσετε το όνομά σας, Αρχόντισσα;» είπε ευγενικά στη Σάλον, σκύβοντας ξανά το κεφάλι. Η γυναίκα του το έδωσε, χωρίς να αναφέρει ότι ήταν Άες Σεντάι, και το ίδιο έκανε κι η Σάλον, ενώ η Χαρίνε τού έδωσε ολόκληρο τον τίτλο, Χαρίνε ντιν Τογκάρα Δυο Άνεμοι, Κυρά των Κυμάτων της Φατρίας Σοντάιν, Έκτακτη Πρέσβειρα της Κυράς των Πλοίων των Άθα’αν Μιέρε. Ο τύπος βλεψάρισε, δάγκωσε τη γλώσσα του κι έσκυψε το κεφάλι πάνω από το πινάκιο. Η Χαρίνε κατσούφιασε. Όταν ήθελε να εντυπωσιάσει κάποιον, περίμενε κι από αυτόν να εντυπωσιαστεί.
Καθώς ο κοκαλιάρης άντρας έγραφε, ένας ρωμαλέος στρατιώτης με κράνος και με ένα πέτσινο δισάκι που κρεμόταν από τον ώμο του πήγε να περάσει ανάμεσα από το άλογο της Χαρίνε και του Μόαντ. Πίσω από την καγκελωτή προσωπίδα φαινόταν ένα ρυτιδωμένο σημάδι που διέσχιζε το πρόσωπό του, τραβώντας την άκρη του στόματός του σε έναν μόνιμο καγχασμό. Ωστόσο, έκανε μια υπόκλιση γεμάτη σεβασμό προς το μέρος της Χαρίνε. Κατόπιν, προσπάθησε να πάρει το ξίφος του Μόαντ.