Δεν είχε νόημα να προσπαθεί να είναι παρατηρητική. Ο δρόμος ήταν φαρδύς κι ίσιος, γεμάτος κόσμο κι άμαξες, πλαισιωμένος από πέτρινα, διώροφα ή τριώροφα κτήρια, αλλά όλα έμοιαζαν να γίνονται μια θολούρα. Η Πηγή είχε εξαφανιστεί! Ήξερε πως θα ξαναεμφανιζόταν μόλις έφευγε από αυτό το μέρος και, μα το Φως, ήθελε να φύγει αμέσως. Πόσος καιρός θα περνούσε όμως πριν τα καταφέρει; Ο Κοραμούρ μπορεί να βρισκόταν ήδη στην πόλη, κι η Χαρίνε σκόπευε να πάει αμέσως κοντά του, ίσως λόγω της φήμης του, ίσως επειδή νόμιζε πως θα τη βοηθούσε να γίνει Κυρά των Πλοίων. Μέχρι να φύγει η Χαρίνε και μέχρι να τις ελευθέρωνε η Κάντσουεϊν από τη συμφωνία που είχαν συνάψει, η Σάλον ήταν καταδικασμένη να μείνει εδώ, όπου δεν υπήρχε η Αληθινή Πηγή.
Η Σαρίνε μιλούσε ασταμάτητα, αλλά η Σάλον μόλις και την άκουγε. Διέσχισαν μια μεγάλη πλατεία με ένα τεράστιο, γυναικείο άγαλμα στο κέντρο της, κι η Σάλον διέκρινε μόνο το όνομά της, Έινιον Άβχαριν, παρ’ όλο που συνειδητοποιούσε πως η Σαρίνε τής εξηγούσε για ποιο λόγο αυτή η γυναίκα ήταν φημισμένη στο Φαρ Μάντινγκ και για ποιο λόγο έδειχνε προς τη μεριά της Πύλης του Κάεμλυν. Μια σειρά άφυλλα δέντρα χώριζαν τον δρόμο πέρα από την πλατεία. Ατομικά φορεία, καρότσες κι άντρες με τετράγωνη, λεπιδωτή θωράκιση περιδιάβαιναν ανάμεσα στο πλήθος, αλλά η Σάλον τους έριχνε μόνο αφηρημένες ματιές. Έτρεμε και μαζεύτηκε. Η πόλη εξαφανίστηκε. Ο ίδιος ο χρόνος εξαφανίστηκε. Όλα χάθηκαν, εκτός μονάχα από τον φόβο της ότι δεν θα ένιωθε ποτέ ξανά την Πηγή. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε συνειδητοποιήσει πόση γαλήνη της έδινε η αόρατη παρουσία της. Ήταν πάντα εκεί, υποσχόμενη χαρές πέρα από κάθε κατανόηση, μια ζωή τόσο πλούσια που τα χρώματα έσβηναν μόλις χανόταν από μέσα της η Δύναμη. Και τώρα, η ίδια η Πηγή ήταν χαμένη. Χαμένη. Ήταν το μόνο που μπορούσε να αντιληφθεί. Η Πηγή είχε χαθεί.
24
Ανάμεσά σας Συμβούλους
Κάποιος ταρακούνησε το μπράτσο της Σάλον. Ήταν η Σαρίνε, που της μιλούσε. «Βρίσκεται εκεί μέσα», της είπε, «στην Αίθουσα των Συμβούλων. Κάτω από τον θόλο». Τράβηξε το χέρι της, πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να συνέλθει. «Είναι γελοίο να πιστεύεις πως η επίδραση είναι χειρότερη απλώς επειδή είμαστε κοντά», μουρμούρισε, «ωστόσο αυτή την αίσθηση δίνει».
Η Σάλον ανασηκώθηκε με κάποια προσπάθεια. Εξακολουθούσε να αισθάνεται ένα κενό, αλλά πάσχισε να το αγνοήσει. Η αλήθεια, όμως, ήταν πως ένιωθε σαν φρούτο χωρίς κουκούτσι.
Βρίσκονταν σε μια πελώρια πλατεία, στρωμένη με άσπρη πέτρα. Στο κέντρο της υψωνόταν ένα μεγαλοπρεπές παλάτι, ένα στρογγυλό οικοδόμημα, ολόλευκο πλην του ψηλού θόλου στην κορυφή, που ήταν γαλάζιος κι έμοιαζε με μισή μπάλα. Ογκώδεις, ραβδωτές κολόνες κύκλωναν τους πάνω δύο ορόφους, κάτω από τον θόλο, και μια σταθερή ροή κόσμου κυλούσε πάνω-κάτω στα πλατιά, άσπρα, πέτρινα σκαλοπάτια, που οδηγούσαν αμφοτέρωθεν στον δεύτερο όροφο. Εκτός από ένα ζευγάρι ψηλών, αψιδωτών, ορειχάλκινων πυλών, που ήταν ορθάνοιχτες ακριβώς μπροστά τους, ο χαμηλότερος όροφος ήταν χτισμένος από άσπρη πέτρα, πάνω στην οποία ήταν σκαλισμένες γυναικείες φιγούρες, που φορούσαν διαδήματα κι είχαν μέγεθος διπλάσιο από το κανονικό, κι ανάμεσά τους λευκές, πέτρινες δεσμίδες από στάχυα κι υφασμάτινα κομμάτια, των οποίων οι άκρες έμοιαζαν να παραδέρνουν στον άνεμο, όπως επίσης και δεσμίδες ράβδων που θα μπορούσαν να είναι από χρυσάφι, ασήμι, σίδερο ή και τα τρία μαζί, καθώς και σακιά από τα οποία ξεχυνόταν κάτι που έμοιαζε με νομίσματα ή πετράδια. Κάτω από τα πόδια των γυναικών, μικρότερες πέτρινες φιγούρες λευκού χρώματος οδηγούσαν άμαξες, σφυρηλατούσαν ατσάλι και δούλευαν τον αργαλειό, σχηματίζοντας μια μακριά φάλαγγα. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν φτιάξει ένα ολόκληρο μνημείο για να διακηρύξουν την επιτυχία τους στο εμπόριο. Ανόητο. Όταν οι άνθρωποι έβλεπαν πως ήσουν καλύτερός τους στον εμπορικό τομέα, όχι μόνο ζήλευαν, αλλά πείσμωναν και προσπαθούσαν να επιβάλλουν γελοίες συμφωνίες. Ωστόσο, μερικές φορές δεν είχες εναλλακτική λύση από το να αποδεχτείς τις προτάσεις τους.
Η Σάλον συνειδητοποίησε ξαφνικά πως η Χαρίνε την κοιτούσε συνοφρυωμένη, κι ίσιωσε το κορμί της πάνω στη σέλα. «Συγχώρεσέ με, Κυρά των Κυμάτων», είπε. Η Πηγή είχε εξαφανιστεί, αλλά θα επέστρεφε —ήταν σίγουρο!— κι η ίδια έπρεπε να εκπληρώσει το καθήκον της. Ντρεπόταν που είχε επιτρέψει στον εαυτό της να παραδοθεί στον φόβο, ωστόσο η αίσθηση του κενού παρέμενε μέσα της. Ω, Φως, αυτή η αίσθηση του κενού! «Είμαι καλύτερα τώρα. Θα τα καταφέρω καλύτερα από εδώ κι εμπρός». Η Χαρίνε απλώς ένευσε, όντας ακόμη συνοφρυωμένη, κι η Σάλον ένιωσε τις τρίχες στον αυχένα της να ανασηκώνονται. Όταν η Χαρίνε δεν κατσάδιαζε, είχε υπ’ όψιν της να κάνει κάτι χειρότερο.